Την πρώτη σοδειά μάνγκο ετοιμάζονται να γευθούν οι Ελληνες παραγωγοί που συμμετέχουν στο πειραματικό πρόγραμμα καλλιέργειας υποτροπικών φυτών, καθώς φέτος, μετά από τρία χρόνια ανάπτυξης των δέντρων, πρόκειται να γίνει η συγκομιδή, με την αρχή να γίνεται τον Αύγουστο.
Μπορεί η παραγωγή να είναι περιορισμένης χρήσης και τα πρώτα πελοποννησιακά μάνγκο να κατευθυνθούν για ιδιοκατανάλωση και όχι για εμπορική εκμετάλλευση. Χρόνο με τον χρόνο, ωστόσο, εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για το πού οδηγεί η κλιματική αλλαγή την αγροτική παραγωγή, κάτι που πλέον και αρκετοί Ελληνες αγρότες έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται. Ισως διότι είναι από τους πρώτους που υφίστανται το πλήγμα της κλιματικής αλλαγής ή μάλλον της κλιματικής κρίσης.
Από το 2022 βρίσκεται σε εξέλιξη πειραματικό πρόγραμμα καλλιέργειας πέντε υποτροπικών φυτών σε περιοχές της Λακωνίας και της Μεσσηνίας (στην Καλαμάτα και στην περιοχή της Τριφυλίας), υπό την επίβλεψη του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού – Δήμητρα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Σε συνολικά 25 στρέμματα καλλιεργούνται αβοκάντο, μάνγκο, λίτσι, ανόνα τσεριμόγια και μακαντάμια. Το πρόγραμμα είναι πενταετές και χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια Πελοποννήσου.
«Οι δύο άνυδροι χειμώνες που προηγήθηκαν και οι υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να προκάλεσαν ζημιές στις παραδοσιακές ελληνικές καλλιέργειες, ευνόησαν όμως την ανάπτυξη των μάνγκο», επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» της Κυριακής η δρ Θηρεσία-Τερέζα Τζατζάνη, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου του ΕΛΓΟ – Δήμητρα, με ειδίκευση στη δενδροκομία των υποτροπικών ειδών. «Τα μάνγκο αντέχουν χωρίς πότισμα ακόμη και 20 ημέρες», λέει χαρακτηριστικά στην «Κ» ο κ. Χρήστος Κωνσταντάκος, ένας εκ των αγροτών που συμμετέχουν στο πιλοτικό πρόγραμμα του ΕΛΓΟ – Δήμητρα, με καλλιέργειες και άλλων υποτροπικών φυτών στη Στεφανιά Λακωνίας. Ο ίδιος, πάντως, σπεύδει να τονίσει ότι εκτός από τις παραδοσιακές καλλιέργειες της περιοχής (ελιές, εσπεριδοειδή) που κινδυνεύουν από τη λειψυδρία, το πρόβλημα του νερού απειλεί ακόμη και τα υποτροπικά φυτά, καθώς κάποια από αυτά χρειάζονται αρκετά υψηλή υγρασία. «Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για την αγροτική παραγωγή και πρέπει να βρεθεί γρήγορα λύση. Εμείς δεν έχουμε φτιάξει τις υποδομές, όπως το Ισραήλ, για να αφαλατώνουμε το νερό και να το χρησιμοποιούμε για άρδευση», προσθέτει.
Ο ίδιος, αν και αγροτόπαιδο, έφυγε από το χωριό του, σπούδασε μαθηματικός, έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα, αλλά έχει επιστρέψει στη Στεφανιά Λακωνίας, περιοχή γνωστή για τα πορτοκάλια της (βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Σκάλας Λακωνίας). Ο κ. Κωνσταντάκος ασχολείτο με την ελαιοκαλλιέργεια και την παραγωγή πορτοκαλιών και κάποια στιγμή δοκίμασε και την καλλιέργεια λεμονιών. «Οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές και γίνονται επίσης πολλές εισαγωγές», τονίζει. Το 2016 αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί στην καλλιέργεια αβοκάντο, κίνηση που έγινε πριν εφαρμοσθεί το πειραματικό πρόγραμμα, με το εν λόγω προϊόν να αποφέρει διόλου ευκαταφρόνητα έσοδα, αφού η τιμή παραγωγού είναι περίπου 3 ευρώ/κιλό. Σήμερα διαθέτει 250 δέντρα με αβοκάντο και 15 με μάνγκο. «Είμαι ο πρώτος που έβαλα αβοκάντο στην περιοχή», τονίζει με υπερηφάνεια, καθώς καλλιέργεια αβοκάντο υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στην Κρήτη.
Το αβοκάντο φάνηκε αρκετά ελκυστικό και στους καλλιεργητές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα στην περιοχή της Τριφυλίας, οι οποίοι αποφάσισαν να επεκτείνουν τις καλλιέργειες στις οποίες συμμετείχαν αρχικά. Και εκεί έχουν εμφανισθεί οι πρώτοι καρποί αβοκάντο, ενώ σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα στη Ρόδο, είναι οι ίδιοι οι παραγωγοί που από μόνοι τους δοκιμάζουν καλλιέργειες υποτροπικών φυτών, όπως λίτσι, γκουάβα και dragon fruit. «Υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον από τους αγρότες για εναλλακτικές καλλιέργειες», υποστηρίζει η δρ Τζατζάνη. Τονίζει, ωστόσο, ότι «οι αγρότες δεν πρέπει να μπουν σε μια επικίνδυνη δίνη σχετικά με αυτές τις καλλιέργειες», δεδομένου ότι ακόμη όλα είναι σε δοκιμαστικό στάδιο. Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν οι παραδοσιακές καλλιέργειες και ξαφνικά να ακολουθήσουν όλοι τις καλλιέργειες υποτροπικών φυτών εν είδει μόδας. Πρόσφατα, το Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών προχώρησε και στην έκδοση οδηγού καλλιέργειας αβοκάντο, ο οποίος είναι διαθέσιμος στην ιστοσελίδα του ινστιτούτου, ενώ πριν από λίγους μήνες πραγματοποίησε ημερίδα σχετικά με την καλλιέργεια μάνγκο.
Ο κ. Κωνσταντάκος δεν έχει περιορισθεί στα μάνγκο και τα αβοκάντο που είναι πιο δημοφιλή, αλλά έχει φυτέψει και άλλα είδη της ομάδας των υποτροπικών φυτών, όπως μακαντάμια, λίτσι και τσεριμόγια, και μας μεταφέρει την έως τώρα εμπειρία του: «Ολα άντεξαν στις κλιματικές συνθήκες στη Λακωνία. Οι όποιες ζημιές έγιναν από τα αγριογούρουνα. Η τσεριμόγια είναι ασύμφορη, διότι απαιτεί γονιμοποίηση με το χέρι. Το λίτσι αργεί να μεγαλώσει, όμως έχει πολύ καλή τιμή, 20 ευρώ/κιλό. Πολύ πιο ακριβή, φτάνει ακόμη και τα 54 ευρώ/κιλό στη λιανική, είναι η μακαντάμια, η οποία φυσικά έχει μια δυσκολία στην επεξεργασία, καθώς ο φλοιός της είναι πιο σκληρός από του αμυγδάλου».
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τη δρα Τζατζάνη, παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση στις καλλιέργειες χαρουπιάς, με το παρεξηγημένο μέχρι πριν από λίγα χρόνια χαρούπι, και χαρακτηρισμένο «τροφή της Κατοχής», προϊόν που χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά για ζωοτροφή, να μπαίνει στην καθημερινή διατροφή ολοένα και περισσότερων Ελλήνων. Η ετήσια παραγωγή χαρουπιού στην Ελλάδα, του προϊόντος που το 2019 εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, είναι της τάξης των 13.000 τόνων. Μαζί με τη φραγκοσυκιά θεωρούνται ιδανικές καλλιέργειες για περιοχές με ξηροθερμικό κλίμα (υψηλές θερμοκρασίες, λίγες βροχές), περιοχές δύσβατες όπου δεν είναι διαθέσιμο το νερό. Ειδικά η χαρουπιά είναι ανθεκτική στις πυρκαγιές, αναβλασταίνει γρήγορα, ενώ η επεξεργασία του χαρουπιού για την παραγωγή τροφίμων δεν παράγει απόβλητα.