Γράφει ο Σταύρος Γ. Αραχωβίτης, Γεωπόνος MSc – Μελετητής, Πρ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
«Τη γη δεν την κληρονομούμε από τους προγόνους μας, τη δανειζόμαστε από τα παιδιά μας.»
Η 5η Δεκεμβρίου κάθε έτους έχε καθιερωθεί ως ημέρα αφιερωμένη στο Έδαφος. Το έδαφος αποτελεί ζωτικό, περιορισμένο, μη ανανεώσιμο και αναντικατάστατο πόρο. Η Υγεία των πολιτών, η βιοποικιλότητα, η ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, η απασχόληση, η οικονομία των περιοχών εξαρτάται άρρηκτα από την υγεία των Εδαφών ως αναπόσπαστο στοιχείο του βοιωτικού περιβάλλοντος. Η κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ευημερία ενός τόπου συναρτώνται από την καλή κατάσταση των φυσικών πόρων.
Στις 5 Ιουλίου 2023 δόθηκε προς διαβούλευση μια πρόταση Οδηγίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της Υγείας του Εδάφους.
Καταρχήν είναι πολύ σημαντικό το ότι η ΕΕ, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, αποφασίζει να ασχοληθεί με την Υγεία του Εδάφους σε μια Οδηγία.
Ωστόσο από την μελέτη της πρότασης προκύπτουν σημαντικές παραλείψεις και ζητήματα τα οποία οφείλουν να επισημανθούν και να ενσωματωθούν πριν την οριστική έκδοσή της. Η Οδηγία θα επηρεάσει με δραστικό τρόπο την άσκηση της παραγωγικής δραστηριότητας και την παραγωγή τροφής στην επικράτεια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η κάλυψη γης της Ευρώπης και των συνεργαζόμενων χωρών του ΕΟΠ (Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος) κατανέμεται ως ακολούθως: το 25 % περίπου αυτής καλύπτεται από αρόσιμη γη και μόνιμες καλλιέργειες, το 17 % από βοσκοτόπους, το 34 % από δασικές εκτάσεις και οι τεχνητές επιφάνειες (σφραγισμένες) καλύπτουν λιγότερο από το 5 %.
Οι τεχνητές επιφάνειες (σφραγισμένες) συνεχώς κατακτούν περισσότερο έδαφος. Η γεωργική γη υπόκειται στις μεγαλύτερες απώλειες, κυρίως λόγω αστικής επέκτασης και απόσυρσης από γεωργικές δραστηριότητες, ενώ η συνολική δασική έκταση φαίνεται να παραμένει σταθερή.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η αστική πίεση είναι μια ισχυρή τάση που επηρεάζει τις χρήσεις γης.
Η κλιματική κρίση επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο τα εδαφικά συστήματα διαφορετικών περιοχών.
Το 60% -70% των Ευρωπαϊκών εδαφών χαρακτηρίζονται ως μη υγιή εξαιτίας της ερημοποίησης, της διάβρωσης, της απώλειας οργανικής ουσίας, της αλάτωσης, της συμπίεσης, της ρύπανσης και άλλων αιτιών.
Διαπιστώσεις
Η προτεινόμενη Οδηγία εστιάζει περισσότερο στην καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης υποτιμώντας την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας των Ευρωπαϊκών εδαφών και τις άμεσες απειλές από την πίεση της κλιματικής κρίσης. Η αστικοποίηση του πληθυσμού από την μία, η ανάγκη παραγωγής τροφής από λιγότερους παραγωγούς για περισσότερους καταναλωτές προϋποθέτει την ύπαρξη και την διατήρηση γόνιμων εδαφών.
Η κλιματική κρίση από την άλλη, με τα συχνότερα επαναλαμβανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα και τα αρνητικά ρεκόρ θερμοκρασιών, περιόδων ανομβρίας και ύψους βροχής ανά ώρα, συμβάλλουν στην υποβάθμιση του εδάφους. Οι επιστήμονες του Copernicus διαπίστωσαν ότι ο περασμένος μήνας ήταν ο θερμότερος Οκτώβριος που έχει καταγραφεί παγκοσμίως με θερμοκρασίες 1,7 °C πάνω από αυτές που πιστεύεται ότι ήταν κατά τη διάρκεια του μέσου Οκτωβρίου στα τέλη του 1800. Συνθήκες ήπιας ή μέτριας ξηρασίας παρουσίασε τον Οκτώβριο 2023 το 38% της έκτασης του εδάφους της χώρας, σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, μετά τις καταστροφικές πλημμύρες από τα εξαιρετικά υψηλά ύψη βροχής του Σεπτεμβρίου.
Η πρόταση Οδηγίας για τα εδάφη, παλινδρομεί σε αναζήτηση και δημιουργία δεικτών υγείας του εδάφους ενώ δεν εισάγει ένα ενιαίο σύστημα βαθμονόμησης της κατάστασης, των κινδύνων και την κλιμάκωση μέτρων και δράσεων.
Από την πρόταση Οδηγίας απουσιάζει η αναφορά στην παραγωγική δραστηριότητα ως διαδικασία εξυγίανσης του εδάφους. Περισσότερο εστιάζει στην λογική των περιορισμών παρά στην ενθάρρυνση άσκησης δραστηριοτήτων που θα λειτουργούν εξυγιαντικά για το έδαφος. Απουσιάζουν δηλαδή, μια σειρά από μέτρα και πρακτικές πρόληψης της απώλειας της υγείας του εδάφους και ο συνδυασμός παραδοσιακών πρακτικών και σύγχρονης τεχνολογίας.
Απουσιάζει πλήρως η χρηματοδότηση των στόχων που τίθενται ενώ πολλοί από αυτούς παραπέμπονται σε δημιουργία «εθελοντικών σημάτων» που θα οδηγήσει σε οικονομικά αποτελέσματα χρηματοδότησης. Για τις απαιτήσεις που δημιουργεί η Οδηγία, αναφέρεται μόνο σε ανακατεύθυνση των ήδη υφιστάμενων Ευρωπαϊκών πόρων και την συμμετοχή ιδιωτικών.
Τέλος, η Οδηγία παραπέμπει στο μακρινό 2050 τους στόχους για την εξυγίανση του Έδαφος. Ο ορίζοντας, χωρίς ενδιάμεσους κλιμακούμενους στόχους, είναι μια πρακτική μετάθεσης στο μέλλον των σοβαρών ζητημάτων που, όπως αναγνωρίζει η Οδηγία, έχουν να κάνουν με την υγεία των πολιτών της Ένωσης, την βιοποικιλότητα και την αειφορία.