Οι Chetoui και Chemlali είναι οι δύο κύριες γηγενείς ποικιλίες ελιάς της Τυνησίας.
Οι ελαιοκαλλιεργητές στην ολοένα και πιο ζεστή και ξηρότερη χώρα της βόρειας Αφρικής επαινούν την ανθεκτικότητά τους στην κλιματική αλλαγή.
Παρά το δεύτερο συνεχόμενο έτος καύσωνα και ξηρασίας στη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής ελαιολάδου της Αφρικής, η παραγωγή ανέκαμψε, φθάνοντας στους 220.000 τόνους, σύμφωνα με τον μέσο όρο της πενταετίας, αναφέρει το olivonews.
Οι ποικιλίες Chetoui και Chemlali εξελίσσονται συνεχώς και προσαρμόζονται με την πάροδο του χρόνου στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες της περιοχής τους. Η ανοχή στην ξηρασία, καθοριστικός παράγοντας για την επιβίωση της καλλιέργειας, σημαίνει ότι αυτές οι δύο ποικιλίες μπορούν να επιβιώσουν σε συνθήκες μεγαλύτερης υδατικής καταπόνησης.
«Η ανθεκτικότητα αυτών των ποικιλιών στην κλιματική αλλαγή οφείλεται σε διάφορους παράγοντες», εξήγησε η Donia Sfar, διευθύντρια εξαγωγών της Fermes Ali Sfar, μιας εταιρείας με πάνω από 25 χιλιάδες ελαιόδεντρα που κατανέμοντας σε εκτάσεις 48.500 στρεμμάτων, βραβευμένη στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ελαιολάδου NYIOOC του 2024, με τις δύο βιολογικές μονοποικιλιακές μάρκες της.
Οι δύο ποικιλίες είναι επίσης εξαιρετικά ανθεκτικές σε κοινά παράσιτα και ασθένειες, οι οποίες ωστόσο είναι σπάνιες λόγω του κλίματος της Τυνησίας. Εκτός από την αντοχή τους στην ξηρασία και τις ασθένειες, ο Sfar είπε ότι οι Chetoui και Chemlali επιδεικνύουν αξιοσημείωτη φαινολογική ευελιξία.
«Η ικανότητα προσαρμογής του κύκλου ανάπτυξής τους ως απάντηση στις κλιματικές διακυμάνσεις είναι βασικό στοιχείο της ανθεκτικότητάς τους», είπε. Στην πραγματικότητα, οι Chetoui και Chemlali προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες ρυθμίζοντας τους χρόνους ανθοφορίας και καρποφορίας».
Παρά τα πάντα, η συνεχής παραγωγή έξτρα παρθένου ελαιολάδου υψηλής ποιότητας παραμένει μια πολύπλοκη και απαιτητική διαδικασία στην Τυνησία. Η συντριπτική πλειοψηφία του τυνησιακού ελαιολάδου εξάγεται χύμα στην Ισπανία και την Ιταλία για να αναμιχθεί, να εμφιαλωθεί και να πωληθεί με ευρωπαϊκά σήματα. Η Fermes Ali Sfar, από την άλλη, είναι μέρος ενός αυξανόμενου συνόλου παραγωγών που έχουν οργανώσει τις δραστηριότητές τους ευνοώντας την ποιότητα ακόμη και σε βάρος της ποσότητας και για το λόγο αυτό κινούνται προς εξαγωγές συσκευασμένες με δική τους ετικέτα, δίνοντας μεγαλύτερη υπεραξία στο ελαιόλαδο της Τυνησίας και κατά συνέπεια στους ελαιοπαραγωγούς και τους ελαιουργούς.
Η Τυνησία έχει σχεδόν δύο εκατομμύρια εκτάρια ελαιώνες με περισσότερα από 100 εκατομμύρια δέντρα, με περίπου 1.600 ενεργά ελαιουργεία. Εκτός από τις δύο γηγενείς ποικιλίες ελιάς που εξακολουθούν να είναι οι πιο συχνά καλλιεργούμενες, έχει σημειωθεί πρόσφατη αύξηση στις ευρωπαϊκές ποικιλίες, όπως η Arbequina, η Coratina και η δικιά μας, η Koroneiki. Η Coratina ευδοκιμεί σε φυτείες υψηλής πυκνότητας, ενώ η Arbequina και η Korneiki μπορούν να καλλιεργηθούν σε πολύ υψηλή πυκνότητα, την οποία η κυβέρνηση και ορισμένοι παραγωγοί βλέπουν ως το μέλλον του κλάδου του ελαιολάδου της χώρας.