Η μεγάλη αύξηση της τιμής του σιταριού έχει δώσει την ευκαιρία στην Ινδία, την δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό παγκοσμίως, να εκμεταλλευθεί τα πολύ υψηλά της αποθέματα, ικανοποιώντας την μεγάλη ζήτηση σε πολύ καλές τιμές. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκουν έναν τρόπο να αυξήσουν τα αποθέματά τους, οι Ινδοί καλλιεργητές αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους και το Ινδικό δημόσιο γεμίζει τα ταμεία του και μπορεί να ενισχύσει πλέον τους αγρότες με άλλους τρόπους.
Δύο μήνες και πλέον μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την αρχή του πολέμου, η τιμή του σιταριού στα διεθνή χρηματιστήρια παραμένει σε πολύ υψηλές τιμές, χωρίς να δείχνει διάθεση να κατέβει πιο χαμηλά. Φαίνεται όμως πως οι φόβοι για εμφάνιση ελλείψεων σε κάποιες χώρες, κυρίως στην Βόρειο Αφρική και την Μέση Ανατολή, μπορεί να αποδειχθούν τελικά πρόωροι και κάπως υπερβολικοί. Καθώς περνά ο χρόνος, η υψηλή τιμή του σιταριού προκαλεί την εμφάνιση παραπάνω προσφοράς, η οποία ανακουφίζει – τουλάχιστον προσωρινά – τις χώρες που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα και ωφελεί αυτές που είχαν συσσωρεύσει μεγάλα αποθέματα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Ινδίας. Μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό, αλλά η μεγάλη ασιατική χώρα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός σιταριού στον κόσμο, μετά την Κίνα. Δεν ανήκει όμως στην ομάδα των μεγαλύτερων εξαγωγέων, αφού μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν μακριά από την πρώτη δεκάδα. Οι λόγοι για την μικρή συμμετοχή της Ινδίας στο παγκόσμιο εμπόριο σίτου ήταν κυρίως πολιτικοί και ποιοτικοί. Οι πολιτικοί λόγοι έχουν σχέση με το γεγονός πως το Ινδικό δημόσιο παραδοσιακά αγοράζει από τους αγρότες πολύ μεγάλες ποσότητες σιταριού σε τιμές υψηλότερες από αυτές της αγοράς, προσπαθώντας να ενισχύσει τα εισοδήματά τους και να κερδίσει την εύνοιά τους. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η μείωση των εξαγωγών, αφού οι αγρότες δεν έχουν λόγο να προσπαθήσουν να πουλήσουν το σιτάρι τους έξω από την χώρα τους.
Παράπλευρη συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι η αύξηση του δημοσίου χρέους αφού το δημόσιο δαπανά πολύ μεγάλα ποσά κάθε χρόνο για αυτές τις αγορές. Ποιοτικά, η ινδική παραγωγή δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί εύκολα αυτή άλλων μεγάλων χωρών, καθώς οι ποικιλίες που έσπερναν οι τοπικοί καλλιεργητές δεν ήταν εφάμιλλες αυτών που προέρχονταν από την Ρωσία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Το πρόβλημα αυτό έχει αρχίσει να εξαφανίζεται μετά από την συστηματική προσπάθεια που έγινε τα τελευταία χρόνια για την σπορά ποικιλιών υψηλότερης ποιότητας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για την παραγωγή ζυμών για ψωμί και πίτσα, όπως και για ζυμαρικά. Το πρώτο πρόβλημα, το πολιτικό, λύνεται αυτή την στιγμή από μόνο του, καθώς η κυβέρνηση προσφέρει στους αγρότες, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters, περίπου 265 δολάρια/τόνο για το σιτάρι των τοπικών καλλιεργητών ενώ οι διεθνείς τιμές έχουν πλησιάσει και τα 400 δολάρια/τόνο, ανάλογα με την ποικιλία.
Αυτό έχει ελευθερώσει τα χέρια των αγροτών, οι οποίοι πλέον έχουν κάθε λόγο να ψάξουν για ξένους αγοραστές προκειμένου να εισπράξουν πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που τους προσφέρει η κυβέρνηση της χώρας. Ταυτόχρονα, η σημαντική βελτίωση της ποιότητας της ινδικής παραγωγής κάνει πολύ πιο εύκολη την πώληση στους ενδιαφερόμενους αγοραστές, όπως η Αίγυπτος, η οποία σύναψε σημαντικές συμφωνίες για αγορά ινδικών σιτηρών, ξεπερνώντας σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα που δημιουργήθηκε από τα μεγάλα προβλήματα στην αποστολή ρωσικού και ουκρανικού σιταριού από την Μαύρη Θάλασσα. Αξιοσημείωτο είναι πως το ινδικό σιτάρι είναι και αρκετά πιο φθηνό από αυτό των ανταγωνιστών στην διεθνή αγορά. Οι Ινδοί πουλάνε περίπου με 330 – 340 δολάρια/τόνο, σχεδόν κατά πενήντα δολάρια φθηνότερα από τους υπόλοιπους, πράγμα που διευκολύνει ακόμα περισσότερο τις εξαγωγές τους.
Για να κάνουμε τα πράγματα λίγο πιο σαφή, η ινδική παραγωγή σιταριού ξεπερνά τα τρία τελευταία χρόνια τα εκατό εκατομμύρια τόνους ετησίως, ενώ για την φετινή καλλιεργητική χρονιά αναμένεται να ξεπεράσει τα εκατόν δέκα εκατομμύρια. Μέχρι το 2019, οι ετήσιες εξαγωγές σπάνια ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο τόνους. Η σταδιακή άνοδος των διεθνών τιμών είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση των εξαγωγών, οι οποίες έφθασαν για τους δώδεκα μήνες μέχρι την 31 Μαρτίου 2021 τα 2,10 εκατομμύρια, ενώ για τους δώδεκα μήνες μέχρι το τέλος του Μαρτίου που μας πέρασε, αυξήθηκαν κατά 275% και έφθασαν τα 7,85 εκατομμύρια.
Για το δωδεκάμηνο που ξεκίνησε την φετινή 1η Απριλίου, προβλέπεται να συνεχιστεί η άνοδος, με τις πρώτες εκτιμήσεις να μιλούν για εξαγωγές της τάξης των δώδεκα εκατομμυρίων τόνων. Αν επαληθευθούν αυτές οι εκτιμήσεις, τότε η Ινδία θα καταλάβει την έκτη θέση στις παγκόσμιες εξαγωγές σιταριού, πράγμα αρκετά εντυπωσιακό και αποτελεί αναμφίβολα μία θετική εξέλιξη, καθώς σίγουρα βοηθά στην σχετική συγκράτηση των διεθνών τιμών του σιταριού και μειώνει τις ανησυχίες για εμφάνιση επισιτιστικής κρίσης στις ευαίσθητες περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Βέβαια, κάποιος μπορεί να πει πως τα δώδεκα εκατομμύρια τόνοι ινδικού σιταριού δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αναπληρώσουν τα περίπου πενήντα εκατομμύρια των εξαγωγών της Ρωσίας και της Ουκρανίας, όμως η πλήρης εξαφάνιση του ρωσικού και του ουκρανικού σιταριού από την παγκόσμια αγορά δεν είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο.
Πέρα από την σημασία της αύξησης των ινδικών εξαγωγών για την παγκόσμια αγορά, αυτή η εξέλιξη βοηθά πολύ και τα οικονομικά του Ινδικού δημοσίου, το οποίο πέρυσι αγόρασε από τους σιτοπαραγωγούς περίπου 43 εκατομμύρια τόνους σιταριού, το οποίο κόστισε 11,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Reuters, φέτος θα χρειαστεί να αγοράσει αρκετά μικρότερες ποσότητες, ίσως και κάτω από 30 εκατομμύρια τόνους.
Το ποσό που θα εξοικονομηθεί πάντως δεν πρόκειται να ξοδευτεί κάπου αλλού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Bloomberg, το πιθανότερο είναι πως θα χρειαστεί να πάνε πάλι προς τους αγρότες της χώρας, με άλλον τρόπο όμως, αφού η μεγάλη αύξηση της διεθνούς τιμής των λιπασμάτων θα απαιτήσει την σημαντική αύξηση των κρατικών επιχορηγήσεων. Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να ενισχύσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον αγροτικό τομέα της χώρας, αφού ακόμα και τώρα το 60% των κατοίκων της χώρας εξαρτάται με κάποιον τρόπο από την γεωργική παραγωγή. Η εξοικονόμηση πόρων, ως αποτέλεσμα της μείωσης των αναγκών για αγορά σιτηρών από τους καλλιεργητές, σίγουρα θα μειώσει τους πονοκεφάλους του υπουργού οικονομικών.
Κάθε φορά που μας επισκέπτεται μία παγκόσμια κρίση ανακαλύπτουμε και κάτι παραπάνω. Για να είμαστε ειλικρινείς βέβαια, δεν ανακαλύπτουμε τίποτα, απλώς ανοίγουμε τα μάτια μας λίγο παραπάνω και βλέπουμε πράγματα προφανή και ήδη γνωστά. Στην περίπτωση της μεγάλης αύξησης της τιμής του σιταριού, χρειάστηκε να θυμηθούμε πόσο σημαντική αγροτική παραγωγή έχει η Ινδία, η οποία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός σιταριού, ρυζιού και ζάχαρης στον κόσμο. Ας ελπίσουμε πως και η φετινή συγκομιδή σιταριού θα είναι όσο καλή αναμένεται και δεν θα επηρεαστεί από το κύμα καύσωνα που έχει πλήξει το τελευταίο διάστημα την χώρα. Και για το καλό των αγροτών και της τοπικής οικονομίας και για το καλό εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών σε διάφορες χώρες που πλήττονται από την υψηλή τιμή του σιταριού και ανησυχούν για την πιθανή έλλειψή του.