Αντιμέτωπες µε μια διπλή κρίση γάλακτος, διαφορετική από όλες τις προηγούμενες, βρίσκονται οι γαλακτοβιομηχανίες στην Ελλάδα.
Από τη μία, οι εισκομίσεις γάλακτος βαίνουν συνεχώς μειούμενες, με ορατό το ενδεχόμενο έλλειψης της βασικής πρώτης ύλης για τη γαλακτοβιομηχανία σε μερικούς μήνες. Από την άλλη, οι ανατιμήσεις στα τελικά προϊόντα, ανατιμήσεις που συνδέονται με το αυξημένο κόστος παραγωγής, προκαλούν κατάρρευση των πωλήσεων, κυρίως στο γάλα και στο γιαούρτι, με τη μείωση του όγκου πωλήσεων να φτάνει αντιστοίχως το 7,4% και το 10,4%.
Αν και οι γαλακτοβιομηχανίες δίνουν αυξημένες τιμές στους παραγωγούς, αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν το υπέρογκο κόστος των ζωοτροφών, οι τιμές των οποίων έχουν υπερδιπλασιασθεί. Ετσι, είτε τα ζώα υποσιτίζονται και επομένως είναι λιγότερο παραγωγικά είτε οδηγούνται στη σφαγή καθώς η συνέχιση της εκτροφής κρίνεται πλέον ασύμφορη.
Τούτο πλέον αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία. Το α΄ τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, η ελληνική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος ήταν μειωμένη κατά 2,8%.
«Το δεύτερο τρίμηνο του έτους εκτιμάμε ότι η τάση αυτή θα ενταθεί και θα πλησιάσει το 4%-5%», επισημαίνουν στην «Κ» παράγοντες της αγοράς γάλακτος. Συγκεκριμένα, το α΄ τρίμηνο του 2022 παραδόθηκαν 165.621 τόνοι έναντι 170.495 τόνων το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021.
Η εικόνα δυστυχώς δεν είναι καλύτερη ούτε στην περίπτωση του πρόβειου και του γίδινου γάλακτος, κάτι που ήδη προκαλεί αναταράξεις κυρίως στην παραγωγή τυροκομικών προϊόντων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, η μείωση στις εισκομίσεις πρόβειου γάλακτος έφτασε το α΄ τρίμηνο του 2022 το 3,24% σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του 2021, ενώ στο γίδινο γάλα η μείωση της παραγωγής φτάνει πλέον στο α΄ τρίμηνο
«Το πρόβλημα με την επάρκεια γάλακτος θα γίνει πιο εμφανές κατά το β΄ εξάμηνο του έτους και κυρίως τον επόμενο χρόνο, καθώς πλέον θα έχουν τελειώσει και τα όποια αποθέματα φθηνών ζωοτροφών», εκτιμά ο Κωνσταντίνος Χατζάκος, διευθύνων σύμβουλος της ΜΕΒΓΑΛ.
«Δουλεύω 22 χρόνια αλλά αυτή την κατάσταση δεν την έχω αντιμετωπίσει ξανά», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Αθανάσιος Κουκάκης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «Φάρμας Κουκάκη», στο Κιλκίς. Και προσθέτει: «Εάν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, μπαίνουμε σε αχαρτογράφητα νερά». Για να αντιληφθεί κάποιος με ποια κατάσταση βρίσκονται αντιμέτωποι οι κτηνοτρόφοι, ας δούμε τι συμβαίνει με τις ζωοτροφές: από 15-18 λεπτά που πλήρωναν το κιλό το κριθάρι πριν από ένα χρόνο, τώρα το πληρώνουν 35-40 λεπτά, σε υπερδιπλάσια δηλαδή τιμή. Αντιστοίχως για το καλαμπόκι φέτος οι κτηνοτρόφοι πληρώνουν 42 λεπτά το κιλό, από 20 λεπτά πέρυσι. Πρόσφατα ο Παναγιώτης Τσινάβος, επικεφαλής της γαλακτοβιομηχανίας Κρι Κρι στις Σέρρες, έκανε λόγο για κερδοσκοπικά παιχνίδια και για απόκρυψη των αποθεμάτων ζωοτροφών προκειμένου να προκαλείται τεχνητή έλλειψη και να ανεβαίνουν οι τιμές. Και μπορεί ο κ. Τσινάβος να το είπε δημοσίως, όμως την άποψή του συμμερίζονται και άλλα στελέχη της γαλακτοβιομηχανίας που μίλησαν στην «Κ» αλλά επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
Οι ζωοτροφές αποτελούν περίπου το 60% του κόστους παραγωγής που έχει ένας κτηνοτρόφος, ενώ η ενέργεια, η τιμή της οποίας έχει επίσης υπερδιπλασιασθεί σε σύγκριση με πέρυσι, αποτελεί περίπου το 10% του κόστους παραγωγής. Αν και η μέση τιμή παραγωγού έχει αυξηθεί πάνω από 20% (τον Μάρτιο είχε φτάσει τα 46 λεπτά/λίτρο, από 38 λεπτά πέρυσι, ενώ πλέον πολλές γαλακτοβιομηχανίες αγοράζουν το γάλα από τους παραγωγούς προς 50 λεπτά), η αύξηση δεν επαρκεί για να καλύψει το υπέρογκο πλέον κόστος παραγωγής.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα στοιχεία δείχνουν ήδη μείωση του αριθμού των παραγωγών που παρέδωσαν γάλα φέτος σε σύγκριση με πέρυσι. Ετσι, ενώ τον Ιανουάριο του 2021 παρέδωσαν αγελαδινό γάλα 2.166 παραγωγοί, τον φετινό Ιανουάριο ο αριθμός τους υποχώρησε σε 2.045. Τον Φεβρουάριο του 2021 παρέδωσαν γάλα 2.171 παραγωγοί, ενώ φέτος 2.014 παραγωγοί, και τον Μάρτιο του 2021 γάλα παραδόθηκε από 2.166 παραγωγούς, ενώ τον φετινό Μάρτιο μόλις από 1.991 παραγωγούς.
Στο ερώτημα εάν οι ελλείψεις σε πρώτη ύλη μπορούν να αντιμετωπιστούν με εισαγωγές, η απάντηση είναι επίσης αποκαλυπτική. «Πρόβλημα υπάρχει και στο εξωτερικό, για αυτό άλλωστε έχουν μειωθεί, για παράδειγμα, οι εισαγωγές από Γερμανία. Μάλιστα, ακόμη και τα τελικά προϊόντα γάλακτος από άλλες χώρες, τα γερμανικά για παράδειγμα, δεν έχουν πλέον τόσο χαμηλή τιμή όσο παλιότερα», επισημαίνει ο κ. Χατζάκος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το πρώτο τρίμηνο του 2022 η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος μειώθηκε κατά 2,3% στην Ολλανδία, κατά 1,4% στη Γερμανία, κατά 1,2% στη Γαλλία, κατά 5,1% στη Βουλγαρία, κατά 3,3% στη Ρουμανία.
Μειωμένες πωλήσεις άνω του 7% λόγω περικοπών από καταναλωτές
Περικοπές σε ένα από τα βασικότερα είδη διατροφής κάνουν οι καταναλωτές στην Ελλάδα, με συνέπεια οι πωλήσεις γάλακτος να υποχωρούν στο πρώτο πεντάμηνο του έτους σε ποσοστό άνω του 7%. Η εικόνα που επικρατεί στην εν λόγω αγορά θυμίζει σε μεγάλο βαθμό ό,τι συνέβη στις αρχές της οικονομικής κρίσης, με τους πολίτες τότε να μειώνουν την κατανάλωση γάλακτος λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Τότε οι γαλακτοβιομηχανίες, με τη ΔΕΛΤΑ να κάνει την αρχή, προχώρησαν σε μειώσεις τιμών, καθώς τα περιθώρια αντίδρασης υπήρχαν, μια και το κόστος παραγωγής δεν ήταν υψηλό. Τώρα οι γαλακτοβιομηχανίες προχωρούν σε ανατιμήσεις, καθώς το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί. Η τιμή των γαλακτοκομικών έχει αυξηθεί μέσα σε ένα χρόνο κατά 14,1%. «Τον Ιανουάριο προχωρήσαμε σε αυξήσεις τιμών στα προϊόντα μας της τάξης του 6%-8% και σε ανάλογες αυξήσεις προχωρήσαμε και τον Μάιο», δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος της ΜΕΒΓΑΛ Κ. Χατζάκος. Τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι εκπρόσωποι της γαλακτοβιομηχανίας υποστηρίζουν ότι πάντα θα βρίσκονται ένα βήμα πίσω, υπό την έννοια ότι οι αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, όχι μόνο είναι πολύ μεγαλύτερες αλλά και εντείνονται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», ο όγκος πωλήσεων του λευκού γάλακτος ψυγείου (φρέσκο και υψηλής παστερίωσης) στο κανάλι των σούπερ μάρκετ (σ.σ. ηπειρωτική Ελλάδα και Κρήτη) υποχώρησε κατά 7,4%. Η μείωση του όγκου πωλήσεων είναι τέτοια που παρά τις ανατιμήσεις, η αξία πωλήσεων επίσης υποχωρεί κατά 3,4% για το σύνολο της αγοράς λευκού γάλακτος.
Η τάση είναι αντίστροφη στο γάλα ιδιωτικής ετικέτας, οι πωλήσεις του οποίου καταγράφουν αύξηση έως δύο ποσοστιαίες μονάδες από τις αρχές του έτους. Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ανέκαθεν αντιμετώπιζαν το γάλα ως «traffic driver», κοινώς ως «κράχτη», για να προσελκύσουν πελάτες και να είναι ανταγωνιστικές, ακόμη και αν θυσιάζουν έτσι περιθώρια κέρδους. Ωστόσο, με την άνοδο του κόστους παραγωγής, κάτι τέτοιο δεν είναι πια βιώσιμο και προβλέπεται ότι ακόμα και οι χαμηλές τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο άμεσο μέλλον θα αυξηθούν σημαντικά.
Ακόμη πιο ισχυρό είναι το πλήγμα στις πωλήσεις επώνυμου γιαουρτιού. Ο όγκος πωλήσεων στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2022 έχει υποχωρήσει κατά 10,4% και η αξία πωλήσεων κατά 4,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Και σε αυτή την περίπτωση καταγράφεται αύξηση των πωλήσεων του γιαουρτιού ιδιωτικής ετικέτας –το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει υψηλά μερίδια αγοράς– κατά 5,8% σε όγκο και κατά 7,8% σε αξία. Πώς μπορεί να ανακοπεί η πτώση της κατανάλωσης από τη μια και της μείωσης των διαθεσίμων ποσοτήτων γάλακτος από την άλλη;
Ζητήσαμε την άποψη της ΔΕΛΤΑ, που αποτελεί την κορυφαία βιομηχανία του κλάδου στην Ελλάδα: «Η Πολιτεία πρέπει να δράσει άμεσα προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια να στηρίξει τον πρωτογενή τομέα, ενισχύοντας τους κτηνοτρόφους με άμεσα, έκτακτα μέτρα και κίνητρα, όπως επιδοτήσεις, εκπαιδεύσεις και άλλα. Και από την άλλη να συγκρατήσει τις αυξήσεις που φτάνουν στον καταναλωτή, μειώνοντας τον ΦΠΑ στα είδη που θεωρούνται υπερπρώτης ανάγκης, όπως το γάλα. Σε τόσο κρίσιμες για τον κλάδο τροφίμων στιγμές η παρέμβαση του κράτους πρέπει να είναι άμεση και στοχευμένη».
Πηγή: kathimerini.gr