Την έντονη αντίδραση των εκπροσώπων ΜμΕ έχει προκαλέσει το κύμα επιστολών με “ανακεφαλαιοποιητικούς λογαριασμούς” σε μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, όπου ζητείται η επιστροφή μέρους των επιδοτήσεων που έλαβαν για την ενεργειακή κρίση την περσινή και προπέρσινη χρονιά.
Σημειώνεται ότι οι ενισχύσεις αφορούσαν περίπου 1,2 εκατομμύρια δικαιούχους, ωστόσο η απαίτηση επιστροφής δε γίνεται από όλους. Είχε, δε, δοθεί, με βάση όσα ανέφερε, χθες, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, ποσά της τάξης των 800 εκατομμυρίων ευρώ. Η δε επιστροφή χρημάτων, με βάση τον κ. Μαρινάκη, αφορά λιγότερο από το 0,5% των επιχειρήσεων αυτών.
Εκτιμάται, δηλαδή, με βάση την εκκαθάριση που έχει κάνει η ΔΕΗ, που έχει το 60% της αγοράς, ότι 2.500 επιχειρήσεις θα πρέπει να επιστρέψουν περί τα 2 εκατ. ευρώ λόγω υπέρβασης κρατικών ενισχύσεων ή λόγω σφαλμάτων ΦΠΑ ή μεγαλύτερης κατανάλωσης. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται, η μεγάλη πλειοψηφία που βρίσκεται στη χαμηλή τάση θα πρέπει να επιστρέψει κάτι παραπάνω από 100 ευρώ, αν και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που υπάρχουν ποσά μεγαλύτερα. Επίσης, όπως αναφέρεται, μέσα από τους ανακεφαλαιοποιητικούς λογαριασμούς, άλλες 100.000 επιχειρήσεις θα λάβουν 4 εκ ευρώ, καθώς προέκυψε ότι έπρεπε βάσει κατανάλωσης να πάρουν μεγαλύτερη επιδότηση
Οι αντιδράσεις των επιχειρήσεων
Πάντως, πολλοί φορείς κάνουν λόγο για κυβερνητικό εμπαιγμό που έρχεται να προστεθεί στα όσα έχουν ήδη καταγραφεί με την διάψευση προσδοκιών για μείωση της φορολογίας, πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία κτλ. με κορύφωση το ζήτημα της τεκμαρτής φορολόγησης.
Έτσι, με επιστολή της η ΓΣΕΒΕΕ επικαλούμενη πρόσφατες καταγγελίες από επιχειρήσεις – μέλη της ΓΣΕΒΕΕ κάνει λόγο για αιτήματα επιστροφής χρημάτων από εκκρεμότητες προηγούμενων επιδοτήσεων, Όπως σημειώνει “χωρίς αιτιολογία από τους παρόχους υπάρχουν επιπρόσθετες υπέρογκες χρεώσεις στους λογαριασμούς ενέργειας, οι οποίες και δεν δικαιολογούνται από τα υφιστάμενα τιμολόγια”.
Η συγκεκριμένη επιστολή διαμαρτυρίας είχε αποδέκτες τρία Υπουργεία και συγκεκριμένα τους κ.κ. Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρο Σκυλακάκη και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κωνσταντίνο Τσιάρα μετά την έκδοση στις 10.6.2024 –μία ημέρα δηλαδή μετά τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών– της με αριθμό ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/62035/1037 κοινής υπουργικής απόφασης για την επιστροφή των πρόσθετων επιδοτήσεων.
Όπως αναφέρεται, “οι συμπληρωματικοί αυτοί λογαριασμοί ενέργειας, φαίνεται να έχουν στηριχθεί σε μία υπουργική απόφαση, η οποία και εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2024, μία ημέρα μετά τις Ευρωεκλογές, και με την οποία δίνεται στους πάροχους ενέργειας η δυνατότητα να ζητήσουν πίσω ποσά που αντιστοιχούσαν σε επιδοτήσεις που δόθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2022 έως και τον Δεκέμβριο του 2023 και είχαν σκοπό να μειώσουν το τελικό πληρωτέο ποσό ανά λογαριασμό, σε μία περίοδο που το ύψος των λογαριασμών ενέργειας «γονάτιζε» τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το ύψος εκείνης της επιδότησης έφτανε τα 800 εκατομμύρια ευρώ και δόθηκε μέσω του Εθνικού Προγράμματος Στήριξης, χωρίς όμως, όπως φαίνεται, τη σχετική έγκριση από την Ε.Ε.
Το εξοργιστικό και παράδοξο είναι πως ενώ η Κυβέρνηση γνώριζε το πρόβλημα, δεν φρόντισε να καλύψει το ποσό αυτό από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζει αυξημένα έσοδα ή μέσω των παρόχων που παρουσιάζουν υπερκέρδη ή με κάποιο συνδυασμό αυτών των πηγών, αλλά έρχεται πλέον με «πονηρό» και ανάλγητο τρόπο να το εισπράξει από τις επιχειρήσεις, οι οποίες, ιδίως οι μικρές και πολύ μικρές, αντιμετωπίζουν σειρά προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ρευστότητας.
Η Γενική Συνομοσπονδία καταδικάζει απερίφραστα το χαράτσι που θα κληθούν να καταβάλουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο επιχειρήσεις και καλεί τα αρμόδια Υπουργεία να ανακαλέσουν άμεσα” αναφέρει η ΓΣΕΒΕΕ.
Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο
Επίσης, όπως αναφέρει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου:
“Τις τελευταίες ημέρες φτάνουν συνεχώς στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τα παράπονα επαγγελματιών που ξαφνικά επιβαρύνονται με μεγάλα ποσά για ηλεκτρικό ρεύμα που είχαν καταναλώσει την περίοδο 2022-2023.
Υπάρχουν περιπτώσεις μελών μας που καλούνται να πληρώσουν σε παρόχους εκατοντάδες ευρώ και μάλιστα μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.
Όπως μάθαμε, πρόκειται για ποσά που είχαν καταχωρηθεί εκείνη την περίοδο ως κρατική επιδότηση. Μόνο που τελικά δεν εγκρίθηκε ποτέ η καταβολή τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και πλέον, μετά από πρόσφατη υπουργική απόφαση, οι εταιρείες έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία είσπραξης αυτών των ποσών.
Όλο αυτό που γίνεται θεωρούμε ότι είναι ανεπίτρεπτο και καλούμε τα συναρμόδια υπουργεία να μας απαντήσουν σε κάποιες εύλογες απορίες:
-Όλοι αυτοί οι σημερινοί οφειλέτες είχαν ενημερωθεί με όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι αυτά τα ποσά θα γίνουν απαιτητά;
-Το ίδιο το κράτος δεν φρόντισε για τη μείωση των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω επιδότησης;
-Πόσο ηθικό είναι να ζητείται από έναν επαγγελματία να εξοφλήσει μέσα σε διάστημα λίγων ημερών -υπάρχουν σχετικοί λογαριασμοί στη διάθεση του Ε.Ε.Α.- ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό; Αναρωτήθηκε κανείς αν αυτός ο άνθρωπος, υπό τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην αγορά με την τόση ακρίβεια και το λειτουργικό κόστος στα ύψη, μπορεί να έχει τη δυνατότητα εμπρόθεσμης πληρωμής του όποιου ποσού;
-Από την στιγμή που η κυβέρνηση κάποια στιγμή έμαθε ότι δεν υπήρχε έγκριση από τις ευρωπαϊκές αρχές, γιατί δεν ενημέρωσε έγκαιρα τους οφειλέτες;
Ως Επιμελητήριο ζητάμε ξεκάθαρες απαντήσεις με τρόπο απλό και κατανοητό από κάποιον υπεύθυνο και όχι παραπομπή σε κάποιο ΦΕΚ ή σε υπουργικές αποφάσεις του παρελθόντος. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια που έχει σχέση με τέτοιου είδους ζητήματα καθώς από την εξέλιξη τους καθορίζεται και ο οικογενειακός και επαγγελματικός τους προϋπολογισμός.”
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών
Παράλληλα, με δήλωση του Α΄ αντιπροέδρου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κώστα Δαμίγου για την επιστροφή επιδότησης στα τιμολόγια ρεύματος εκφράζει και το ΒΕΑ την αντίδρασή του.
Όπως αναφέρει:
“Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση αδυνατεί να αναλογιστεί τα υπέρογκα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις λόγω της αύξησης του λειτουργικού τους κόστους και της ακρίβειας και προχωράει σε νέα επιβάρυνσή τους. Μετά από έξι μήνες, με απόφαση των αρμόδιων υπουργείων, το οικονομικό επιτελείο ζητάει πίσω μέρος των ποσών της επιδότησης ενέργειας που δόθηκε στις επιχειρήσεις κατά την περίοδο από το Φεβρουάριο του 2022 έως και τον Δεκέμβριο του 2023.
Πρόκειται για ποσά που είχαν καταχωρηθεί εκείνη την περίοδο ως κρατική επιδότηση, όμως τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε μέρος και όχι το σύνολο αυτών με αποτέλεσμα μετά από πρόσφατη υπουργική απόφαση, οι εταιρείες να ζητούν την επιστροφή των ποσών αυτών. Για άλλη μια φορά, ως εκπρόσωποι των επιχειρήσεων ζητάμε από την κυβέρνηση να καλύψει το ποσό που δεν εγκρίθηκε από την Ε.Ε., καθώς οι μικρές και πολύ μικρές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα ρευστότητας.”
Το ιστορικό
Πρόκειται για χρήματα που δόθηκαν κατά την περίοδο των έκτακτων μέτρων, από τις αρχές του 2022, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ισχύ παροχής μέχρι και 35 kva και αγρότες. Η συγκεκριμένη επιδότηση, όμως, δεν είχε λάβει την έγκριση της Κομισιόν, κάτι βέβαια , που τα χρόνια της πανδημίας ακολουθείτο ως πρακτική κατά κόρον. Έτσι, η έγκριση ήρθε μετά από αρκετούς μήνες.
Σύμφωνα, δε, με την κοινή υπουργική απόφαση ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/152/4 που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Ιανουαρίου 2023, οι προμηθευτές υποχρεώθηκαν να ενημερώσουν τους πελάτες τους για τη διαδικασία η οποία προβλέπει ο πελάτης να στείλει μια υπεύθυνη δήλωση για τα χρήματα που έλαβε στην οποία θα αποτυπώνεται ότι δεν έχουν υπερβεί τα όρια κρατικών ενισχύσεων, όμως μέχρι τώρα δεν υπάρχει εικόνα πόσους αφορά το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Μάλιστα, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης μιλώντας τον περασμένο Ιανουάριο σε ραδιοφωνική συνέντευξη στα Parapolitika fm ανέφερε ότι η πλειοψηφία εκείνων που έλαβαν την επιδότηση δεν έστειλαν υπεύθυνη δήλωση όπως είχαν υποχρέωση.
“Η όλη αυτή η διαδικασία έχει στόχο να νομιμοποιήσει τα λεφτά που έχουν δοθεί” ανέφεραν, στο μεταξύ, πηγές της αγοράς κάνοντας λόγο για συνθήκες σύγχυσης. Πάντως, ένα ζήτημα φαίνεται πως αφορά μικρούς επαγγελματίες που έχουν ξεπεράσει τα όρια των κρατικών ενισχύσεων, μέσω των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς και ένα δεύτερο εκείνους που έπρεπε να επιδοτηθούν μέχρι το 80% της ρήτρας αναπροσαρμογής όσο ίσχυαν τα αντίστοιχα τιμολόγια.
Ωστόσο εύλογη απορία προξενεί το γεγονός ότι πολλοί ήξεραν ότι αυτή η επιδότηση προσκρούει στην απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων καθώς στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Έτσι, η Κομισιόν ζήτησε κάλυψη επιδοτήσεων μόνο για την περίοδο Φεβρουαρίου – Νοεμβρίου 2022. Επιπρόσθετα, απαιτήθηκε οι εταιρείες ενέργειας να διεξαγάγουν τον έλεγχο της νομιμότητας του ύψους των επιδοτήσεων, αν δηλαδή ο καθένας από αυτούς που έλαβαν την πρόσθετη επιδότηση τη δικαιούνταν με βάση τον κανόνα της μη υπέρβασης των κρατικών ενισχύσεων.
Ο λόγος για τον κανόνα de minimis, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1992, τροποποιήθηκε το 2006 και αφορά την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των μεταφορών και της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων.
Ο κανόνας αυτός όριζε μέχρι το 2023 ότι οι συνολικές ενισχύσεις που μπορεί να λάβει μια επιχείρηση σε μια τριετία δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 200.000 ευρώ. Από το 2024 το όριο αυξήθηκε στις 300.000 ευρώ.
Έτσι από ορισμένους από 1,2 εκατ. μικρομεσαίους, με τη με αριθμό ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/62035/1037 κοινή υπουργική απόφαση στις 10.06.2024 ζητήθηκαν πίσω αυτές τις πρόσθετες επιδοτήσεις.