Ζει για µήνες ανάµεσα στο φαράγγι της Σαµαριάς και τις “Πάχνες” την ψηλότερη κορυφή των Λευκών Ορέων, µε το κοπάδι του, τους φίλους που τον επισκέπτονται αλλά και τη… µοναξιά του.
Του αρέσει να κάνει live στα κοινωνικά δίκτυα όπως το “Τik Tok” µε τη βοήθεια του οποίου είχαµε µια εκτενή κουβέντα µαζί του, σε µια ξεχωριστή και πρωτοποριακή συνέντευξη για τα “Χανιώτικα νέα”.
Ο κτηνοτρόφος Γιάννης Παπασηφάκης µας µίλησε από το οικογενειακό µιτάτο σε υψόµετρο 1800 µέτρων. Με τη βοήθεια της κάµερας και του δορυφορικού internet µας ξεναγεί στον τόπο του. Μας δείχνει τα κηπευτικά του (άνυδρες τοµάτες, πιπεριές, κολοκύθια)… «Έχω φυτέψει και ένα αµπέλι, µα µπήκε ένας τράγος και µου τα έφαγε αλλά βλέπω ότι ανοίγει και πάλι» λέει και στη συνέχεια η κάµερα πηγαίνει στον “Πέτρο” και στο “Γιώργο” τα µουλάρια µε τα οποία ανεβάζει από την Ανώπολη ψωµί, λάδι και είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και στην πλαγιά απέναντι όπου ακούγονται τα λέρια από το κοπάδι του.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Ξεκινάµε τη συζήτηση µε το Γιάννη για το ποια είναι η άποψη του για την σταυλισµένη κτηνοτροφία, καθώς οι γενικότερες κατευθύνσεις είναι να περιοριστεί η “ελεύθερη κτηνοτροφία” στα βουνά. «Υποστηρίξτε τους µικρούς κτηνοτρόφους αν φύγουν αυτοί τότε θα καταναλώνεται πλαστικά τυριά και άγευστο κρέας» απαντάει και συνεχίζει: «Ο κόσµος ας δείξει την προτίµηση του στα ορεινά γάλατα, υπάρχουν 15 µιτάτα στα Λευκά Όρη. ∆εν συγκρίνεται ένα τυρί από τα Λευκά Όρη, τον Ψηλορείτη, τα Αστερούσια, τη Γαύδο µε το τυρί που παράγεται από τη σταυλισµένη κτηνοτροφία. Και ο χειρότερος να είµαι εγώ, το τυρί µου θα είναι καλύτερο, γιατί το τυρί δεν το κάνει η τυροκόµιση αλλά αυτά που τρώει το ζωντανό. Το ίδιο και στο κρέας και στο γάλα, στο γιαούρτι, τη µυζήθρα, τη γραβιέρα – το τυρί της τρύπας. Στη σταυλισµένη µονάδα τους ενδιαφέρει περισσότερο η ποσότητα και όχι η ποιότητα. Και εγώ βέβαια αν είχα µια µεγάλη µονάδα θα ήθελα την ποσότητα. Τα ορεινά προϊόντα το πληρώνεις µια φορά και καταλαβαίνεις ότι τρως κρέας, ότι πίνεις γάλα! Πώς θα µε αντιµετωπίσει ένας που κάνει σταυλισµένη κτηνοτροφία που το αρνί του δεν το κτυπάει ο ήλιος που δεν αναπνέει καθόλου καθαρό αέρα;».
ΝΕΟΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ
Ο κτηνοτρόφος παραµένει στο µιτάτο από τον Μάιο µέχρι Οκτώβριο – Νοέµβριο όταν οι καιρικές συνθήκες γίνουν δύσκολες. Όσο για το αν έχει ποτέ µετανιώσει για τη ζωή που κάνει απαντά µε παρρησία πως «ποτέ δεν το µετάνιωσα και δεύτερη ζωή να είχα το ίδιο θα έκανα» ενώ για το αν θα συνιστούσε σε ένα νέο να ακολουθήσει το δρόµο της κτηνοτροφίας σχολιάζει πως «αρκεί να το αγαπάει! Αυτό είναι το σηµαντικό. Υπάρχουν χρηµατοδοτικά προγράµµατα να εκσυγχρονίσει την παραγωγή του, να ανοίξει και ένα µικρό τυροκοµείο. Εκατοµµυριούχος δεν θα γίνει αλλά θα είναι κύριος του εαυτού του, δεν θα έχει κανένα από πάνω του. Βέβαια δεν είναι εύκολη η ζωή του κτηνοτρόφου ειδικά σήµερα. Ό,τι ακρίβυνε για τους καταναλωτές, πήρε πάνω και για εµάς, το καλαµπόκι το σακί από 10 ευρώ πήγε στα 22 ευρώ, αυξήθηκε και το πετρέλαιο. Και ο καταναλωτής είναι εργαζόµενος και αυτός τα βγάζει δύσκολα πέρα αλλά και εµείς το ίδιο».
Ο Γιάννης γυρίζει την κάµερα του και µας δείχνει ένα φυτό. Τα ζωντανά του πάνω στη Μαδάρα δεν τρώνε ζωοτροφές αλλά µαρουλήδες, άγρια βότανα και λιτσόκαρπο. Αυτή είναι η βασική τροφή των προβάτων του. Η κάµερα µας δείχνει τις “Πάχνες” αλλά και άλλη µια βουνοκορφή κάτω από την οποία περνάει το φαράγγι της Σαµαριάς.
«Για να έλθω από την Ανώπολη ακολουθώ ένα χωµατόδροµο 26 χλµ. µέχρι το “Μαύρο Χάρακα” και µετά µε 2 ώρες ποδαρόδροµο για αυτόν που έχει καλή φυσική κατάσταση, ανάλογα βέβαια και το τι έχουµε να κουβαλήσουµε. Από το Θέρισο είµαι πιο κοντά στα Χανιά καµιά ώρα ποδαρόδροµο» τονίζει ο συνοµιλητής µας που θα µείνει στο µιτάτο µέχρι τα πρώτα χιόνια.
ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ “ΜΗ∆ΕΝ”
«Πέρυσι χιόνισε ελάχιστα αλλά έχει συµβεί και Οκτώβρη να χιονίσει και να πεθάνουν πολλά πρόβατα και να ζοριστούν οι κτηνοτρόφοι να φύγουν από τη Μαδάρα. Αν πιάσει ο καιρός, η ορατότητα είναι “µηδέν” έχει πολλή οµίχλη, δεν βλέπεις τίποτα και παρότι έχουµε περπατήσει χιλιάδες φορές τον τόπο, χάνεσαι!» είναι τα λόγια του. Το οικογενειακό µιτάτο των Παπασηφάκηδων είναι πετρόκτιστο µε τσιµεντένια οροφή, σοβατισµένο για να µην περνάει αέρας, και έχει και σόµπα. Όσο για το νερό, βρόχινο, µαζεύεται σε δεξαµενή, ενώ το ρεύµα δίνεται από φωτοβολταϊκά.
Ρωτάµε τον Γιάννη για τον αριθµό των προβάτων του και γιατί δεν έχει και κατσίκια. «Οι βοσκοί δεν λένε τον αριθµό τους» απαντά γελώντας και προσθέτει «λίγα έχω, αυτά που µπορώ να συντηρήσω, αυτά που σηκώνει ο τόπος µου. Μου αρέσουν τα κατσίκια αλλά το κατσίκι θα µπει να φάει ό,τι καλύτερο και αν γλυκαθεί δεν σταµατάει, για αυτό δεν τα θέλω…».
Στη διάρκεια της συνοµιλίας µας ο Γιάννης ανάβει το ένα τσιγάρο µετά το άλλο. Το παρατηρούµε αυτό και σχολιάζει πως «ο τσιγάρος κόβει δύναµη αλλά αυτός είναι φίλος µου στις χαρές και στις στεναχώριες µου».
Μπορεί να έχει µείνει και πάνω από 70 συνεχείς ηµέρες στο βουνό. Συχνά έχει τις επισκέψεις φίλων του, συχνά επικοινωνεί µε τον κόσµο µέσα από τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Είναι και αυτά µια παρέα, παλιότερα είχαµε το ραδιοφωνάκι και και ακούγαµε µόνο “ΕΡΑ Χανίων”. Το “Τik tok” το άνοιξα για να δείξω τι παράγουµε στα ορεινά, τα προϊόντα µας, και ευχαριστώ όλα τα παιδιά που κάθε µέρα επικοινωνούν µαζί µου. Είναι και αυτή µια παρέα…».
Καταλήγοντας του ζητάµε να µας περιγράψει την πιο ωραία εικόνα που αντικρίζει από το µιτάτο του. «Η πιο όµορφη εικόνα είναι η οικογένεια µου, τα αδέλφια, οι γονείς µου όταν έρχονται εδώ» λέει και γυρίζοντας την κάµερα µας δείχνει το µιτάτο, τα µουλάρια, το σκύλο του, τις γύρω βουνοκορφές… «η πιο ωραία εικόνα τώρα είναι αυτή…».
Το 24ωρο ενός κτηνοτρόφου
Για να λειτουργήσει σωστά ένα µιτάτο απαιτείται ένας αριθµός ανθρώπων, ο καθένας στο πόστο του. Άλλος θα είναι ο τυροκόµος που θα µαγειρεύει κιόλας, άλλος θα φέρνει τα πρόβατα, ο “Στυράρης” που θα βλέπει τα πρόβατα που δεν έχουν γάλα και ο µικρότερος που θα ανάβει φωτιές θα πλένει το καζάνι, θα κάνει τις βοηθητικές εργασίες. Ο Γιάννης Παπασηφάκης όµως είναι µόνος τις περισσότερες ηµέρες. Πώς περνάει ένα 24ωρο του; «Σηκώνοµαι πολύ πρωί γιατί η έκταση της Μαδάρας είναι πολύ µεγάλη και πρέπει να περπατήσεις 1.30-2 ώρες να ανέβεις στα 2.300 µέτρα να ακούσεις τα πρόβατα, τα λέρια τους. Ξέρεις τα πρόβατα δεν πάνε σε άλλες Μαδάρες, ξέρουν τον τόπο τους! Μετά έχουµε το άρµεγµα εκεί θα πάρει πολλή ώρα γιατί τον Μάιο-Ιούνιο βγάζουν πολύ γάλα, µπορεί να πάει και 12 το µεσηµέρι και µετά τυροκοµώ για να κάνω το τυρί της τρύπας, τη γραβιέρα. Όταν τελειώσω θα έχει πάει 2 το µεσηµέρι, θα φάω ό,τι έχω µαγειρέψει, θα ξαπλώσω καµιά ώρα και µετά πάλι θα ανέβω σε µια κορφή που είναι τα πρόβατα ώστε να τα βάλω στην “κούρτα” να τα αρµέξω γύρω στις 6 το απόγευµα. Θα τελειώσω κατά τις 8 το βράδυ. Μέχρι να πλύνω, να καθαρίσω, να βάλω το βραδινό γάλα στις “τρύπες” όπου διατηρείται φρέσκο, θα περάσει η ώρα και θα σε πέσω µετά “ξερός” στην πεζούλα! Για φαντάσου µόνο το άρµεγµα πόσα πρόβατα περνάνε από τα χέρια µου!»