Γράφει ο Γιώργος Παπακώστας (Κοιλάδα Σπερχειού).
Ζούμε μια μεταβατική περίοδο όσον αφορά την καλλιέργεια καρυδιού στην Ελλάδα. Μια περίοδο με έντονες καιρικές διακυμάνσεις, αλλά και έντονη και επίπονη πτώση τιμών. Όσον αφορά τον καιρό δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο μιας και δεν μπορούμε σαν παραγωγοί να κάνουμε κάτι. Αναμένουμε από την επιστήμη να δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό με την ελπίδα να βρεθεί κάποιο σκεύασμα αντάξιο των απαιτήσεων.
Το θέμα όμως της πτώσης των τιμών δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Ήταν αναμενομένη και συμβάδιζε γεωμετρικά ανάλογα με την αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Ο νόμος της αγοράς είναι για μια ακόμη φορά αμείλικτος και πανταχού παρών. Όσο μπαίνουν νέα δένδρα σε παραγωγική ηλικία τόσο θα πέφτει η τιμή του προϊόντος.
Το μεγάλο λάθος των παραγωγών – το επισημαίνω εκ νέου- ήταν ότι δεν έλαβαν υπόψιν την ίδια την αγορά. Έλαβαν υπόψιν συζητήσεις καφενείου που σκόπιμα η παραπλανώμενοι εν αγνοία τους συζητιούνταν , του τύπου εγώ τα έδωσα με 5 ευρώ το κιλό τσόφλι η 15 ευρώ ψίχα πεταλούδα. Και βάση αυτής της παραπλάνησης έφτιαξαν ένα σχέδιο γρήγορου κέρδους ,χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν την αγορά.
Δεν έλαβαν υπόψιν τους, ούτε καν τις προειδοποιήσεις άλλων δενδρωδών καλλιεργητών, αλλά ούτε και είχαν γνώση των απαιτούμενων κεφαλαίων για μηχανήματα και υποδομές.
Με τις σημερινές τιμές που αγγίζουν – δεν αποκλείω περαιτέρω πτώση τιμών – τις τιμές εισαγωγών της ιδίας ποιότητας και ποικιλίας καρυδιού, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια ελιγμών, ποσό μάλλον τη δυνατότητα εκμηχάνισης της παραγωγής, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Κύριο χαρακτηριστικό μιας επένδυσης έχω τονίσει πολλές φορές, εκτός από το διαθέσιμο κεφάλαιο, είναι το όραμα τους καθενός παραγωγού. Ένα όραμα που πρέπει να είναι προσηλωμένο στις αρχικές του διαστάσεις και να επιδέχεται τροποποιήσεις μέσα στην πορεία της επένδυσης.
Μέσα σε αυτό πλαίσιο και με δεδομένου ότι αλλάζει η καταναλωτική συμπεριφορά, πράγμα που δεν φαίνεται στην επαρχία, αλλά στα μεγάλα αστικά κέντρα, ένα πράγμα πρέπει να μας καθοδηγεί. Η συνεχής εξέλιξη της επιχείρησης.
Το καταναλωτικό πρότυπο ,πχ, αγοράζω καρύδια φλοιό και τα σπάω στο σπίτι αλλάζει. Οι νεότερες οικογένειες προτιμούν καρυδόψιχα σε μικρές ποσότητες χωρίς να λερώνουν το σπίτι. Όπως ακριβώς κάνουν με τις συσκευασμένες σαλάτες. Οι νέες οικογένειες η οι εργαζόμενες γυναίκες προτιμούν την έτοιμη και κομμένη σαλάτα από το σούπερ μάρκετ η το μανάβικο. Το ίδιο συμβαίνει και στα γλυκά. Πολλοί προτιμούν να τα αγοράζουν με ένα απλό τηλεφώνημα από εταιρίες delivery. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι τα ζαχαροπλαστεία προτιμούν την ουκρανική καρυδόψιχα.
Πολλοί παραγωγοί παρασύρονται και τους αποσπά την προσοχή η τιμή πώλησης ενός προϊόντος. Αγαπητοί συνάδελφοι οφείλεται να ξέρετε ότι κάθε προϊόν έχει δυο τιμές. Την τιμή αγοράς από τον προμηθευτή και την τελική τιμή πώλησης στον καταναλωτή. Στη τελική τιμή συμπεριλαμβάνεται η διαφορά του ΦΠΑ (πιστωτικό -χρεωστικό), το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης (που τα οικονομικά μοντέλα το προσδιορίζουν στο 30 – 40%, ο αναλογούν φόρος της επιχείρησης και φυσικά το κόστος του προμηθευτή του προϊόντος.
Επισημαίνω το γεγονός ότι προσεχώς θα υπάρξουν αναταράξεις στην αγορά, λόγω πολλών παραμέτρων , όπως, πχ επέκταση του POS σε μια σειρά καταστήματα και λαϊκές, ηλεκτρονικά τιμολόγια και ηλεκτρονικών δελτίων αποστολής. Κανείς δεν ξέρει φυσικά πως θα αντιδράσει η αγορά. Επιθυμία μας είναι να ανέβει η τιμή του προϊόντος μας , αλλά δεν εξαρτάται από τις επιθυμίες μας η αγορά.
Όλα αυτά και ίσως άλλα τόσα, που δεν χωράνε σε ένα άρθρο μας οδηγούν σε νέους δρόμους, που δεν ξέρω αν μπορούν πολλοί παραγωγοί να ακολουθήσουν και με δεδομένο ότι μέχρι τώρα έχουν ολοκληρώσει την πλήρη εκμηχάνιση της καλλιέργειας.
Παραδείγματα δράσεων:
- 1) Πόσοι παραγωγοί μπορούν να διαθέσουν ένα οκτάωρο η δεκάωρο την ημέρα, για να βρίσκονται στην κύρια αγορά της χώρας, την Αθήνα για πωλήσεις;
2) Πόσοι παραγωγοί διαθέτουν μεγάλες ποσότητες για να χαρακτηρίζονται από προμηθευτική συνέπεια στα καταστήματα;
3) Πόσοι παραγωγοί είναι σε θέση να αγοράσουν ένα σπαστήριο ή ένα συσκευαστήριο και αν πράγματι μπορούν , που και πως θα διαθέσουν το προϊόν;
4) Πόσοι παραγωγοί μπορούν η θέλουν να προσδώσουν μια υπεραξία στον προϊόν τους;
5) Πόσοι παραγωγοί θα ήθελαν να επενδύσουν σε ψυκτικούς θαλάμους με δεδομένο ότι θα χρειαστούν αγορές και τονάζ προϊόντος;
6) Πόσοι παραγωγοί έχουν σκεφτεί η μπορούν να αλλάξουν συσκευασία και να έχουν το δικό τους λογότυπο – στη χονδρική – ώστε η αγορά να τους ξέρει με το όνομά τους; Αξίζει αυτό άραγε για μερικούς τόνους;
7) Πόσοι παραγωγοί είναι διατεθειμένοι και μπορούν να επενδύσουν κεφάλαιο στις δημόσιες σχέσεις;
Πολλά τα ερωτήματα, αλλά οι απαντήσεις λίγες. Και ένας δρόμος υπάρχει για μας.
Ο δρόμος της συνεχής εξέλιξης μέσα από την αγορά και για την αγορά.