Του Νίκου Αντωνακάκη
Η Κρητική ύπαιθρος ζει μια «ζοφερή» πραγματικότητα. Το μέλλον μοιάζει αβέβαιο και οι υποσχέσεις του Κράτους κενό γράμμα.
Σε πλήρες αδιέξοδο βρίσκεται η ελληνική ελαιοκαλλιέργεια, απαριθμώντας μικρά και μεγάλα προσωπικά δράματα, παραγωγών που αγωνιούν για να επιβιώσουν. Γεωργοί και ετεροεπαγγελματίες που με το υστέρημά τους στηρίζουν την Κρητική ύπαιθρο. Καθημερινός αγώνας και πάλη τόσο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, όσο και για το μόχθο των προγόνων τους, τις περιουσίες που κι αυτοί θα παραδώσουν μια μέρα στα παιδιά τους.
Στο νησί μας, οι αγρότες της ελιάς βλέπουν τις καλλιέργειές τους να καταστρέφονται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πλημμύρες, ξηρασίες και ακανόνιστες θερμοκρασιακές συνθήκες πλήττουν συνεχώς τις σοδειές. Η κλιματική αλλαγή είναι μια ύπουλη απειλή που κάνει την καθημερινότητα των αγροτών ακόμα πιο δύσκολη, καθώς τα έσοδα των γεωργών συρρικνώνονται, ενώ τα έξοδα συνεχώς αυξάνονται.
Και η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη αφού η νεολαία, που κάποτε έβλεπε τη γεωργία ως επαγγελματική επιλογή, πλέον την απορρίπτει μαζικά. Το ποσοστό των νέων αγροτών στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 10%, και το μέσο ηλικιακό όριο των αγροτών είναι 58 ετών. Οι νέοι εγκαταλείπουν τα χωριά για τις πόλεις, αναζητώντας πιο σίγουρες δουλειές, αφήνοντας πίσω μια γεωργία που σταδιακά γερνάει και φθίνει σε παραγωγικότητα. Όμως, οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς στη γη, οι αγώνες με το σκληρό καιρό και οι ελπίδες για καλύτερες τιμές και επιδοτήσεις, φαίνεται πως είναι καταδικασμένες σε απογοήτευση και σιωπή.
Στην Κρήτη, αυτή την εποχή, οι τιμές ελαιοπαραγωγού έχουν πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, περίπου 4,50 έως 4,80 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Η τιμή κάθε προϊόντος σύμφωνα με τους νόμους της Οικονομικής Θεωρίας, καθορίζεται από τη ζήτηση, την προσφορά και το κόστος παραγωγής του. Όσο πιο μεγάλη είναι η ζήτηση ενός προϊόντος, τόσο πιο υψηλή διαμορφώνεται και η τιμή της αγοράς του. Και αντίστοιχα, όσο πιο μικρή η προσφορά του προϊόντος, τόσο πιο μεγάλη η τιμή του.
“Κατακόρυφη αύξηση ζήτησης διεθνώς”
Ας ξεκινήσουμε από τη ζήτηση. Κατά τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση των καταναλωτών για ελαιόλαδο έχει διεθνώς αυξηθεί κατακόρυφα, λόγω της παγκόσμιας τάσης προς τη μεσογειακή διατροφή.
Στις ΗΠΑ, η ζήτηση για ελαιόλαδο έχει αυξηθεί κατά 300% τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ενώ στη Γαλλία, τη «χώρα του βουτύρου», η κατανάλωση έχει αυξηθεί κατά 400% και οι πωλήσεις έχουν ξεπεράσει ακόμη και τις αντίστοιχες της Ελλάδας. Πρωταθλήτρια στην αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου είναι, όμως, μακράν η Βρετανία, με ποσοστό 1.100% από το 1990! Ακόμη και στις αναδυόμενες αγορές, όπως για παράδειγμα στη Βραζιλία, είναι ανάλογα θεαματική η αύξηση της ζήτησης για το υγιεινό «πράσινο υγρό χρυσάφι» που μπορεί να βάλει κάποιος στο πιάτο του και στον οργανισμό του. Άρα, με βάση τα παγκόσμια δεδομένα της υψηλής ζήτησης, η τιμή του ελαιολάδου θα έπρεπε να είναι υψηλή για τον παραγωγό.
Οι χαμηλές τιμές ελαιοπαραγωγού δεν δικαιολογούνται από τη διεθνή καλπάζουσα ζήτηση του προϊόντος. Πάμε, τώρα, στην προσφορά. Πολλοί ελαιοπαραγωγοί αναγκάζονται να προσφέρουν σε χαμηλές τιμές, «όσο κι όσο», όχι γιατί έχουν περιθώριο, αλλά γιατί έχουν υποχρεώσεις και μεγάλες οικονομικές ανάγκες. Ερχόμαστε μετά από μια χρονιά μειωμένης ελαιοπαραγωγής και οι αγρότες της ελιάς χρειάζονται τα χρήματα. Όσο πουλάνε, βεβαίως, η τιμή δεν πρόκειται να αυξηθεί. Αντίθετα, υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθεί ακόμη περισσότερο η τιμή στο χωράφι. Οι μεν κρατικοί παράγοντες, με τις προβλέψεις τους για μεγάλη παραγωγή, αποσκοπούν στην πτώση των τιμών παραγωγού, ελπίζοντας λανθασμένα, ότι έτσι θα επιτευχθεί η πτώση του πληθωρισμού. Όμως, να τους ενημερώσουμε ότι, ο πληθωρισμός, δεν εξαρτάται από τις τιμές παραγωγού αλλά από τις τιμές καταναλωτή (στο ράφι), οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούνται ακόμη στα ίδια υψηλά επίπεδα!
Η προσφορά του Κρητικού ελαιολάδου
Ποια είναι όπως η αλήθεια για την προσφορά Κρητικού ελαιολάδου; Φέτος έχουμε μείωση κατά 70% στην παραγωγή ελαιολάδου στην Κρήτη. Άρα η προσφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θέλουν κάποιοι να φαίνεται. Είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που έχουμε μείωση της παραγωγής λόγω της ξηρασίας και έχουμε μεγάλη ακαρπία. Κι αν συνεχιστεί η ανομβρία θα έχουμε πρόβλημα και τον επόμενο χρόνο στην παραγωγή. Και δεν σταματάει εκεί το παιχνίδι. Η προσφορά, στην ουσία, ρυθμίζεται μέσω των ελαιοπαραγωγών χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τουρκία, Τυνησία, Αίγυπτος, Μαρόκο, Λιβύη, Συρία), οι οποίες ανταγωνίζονται Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία, Πορτογαλία. Έξι μη ευρωπαϊκές χώρες εναντίον τεσσάρων ευρωπαϊκών. Οι τρίτες χώρες, που παράγουν ελαιόλαδο, χωρίς ευρωπαϊκές προδιαγραφές, μπαίνουν στην εξίσωση της προσφοράς, μέσα από απροσδιόριστες διαδρομές. Έτσι αυξάνει η «προσφορά» και οδηγούμαστε σε επιπλέον συμπίεση των τιμών του Έλληνα παραγωγού.
Ας δούμε τη διαδρομή του ελαιολάδου από το χωράφι, μέχρι να φτάσει στα ράφια των super market και από εκεί στον καταναλωτή. Οι ελαιοπαραγωγοί πωλούν μία ποσότητα 5 κιλών στην τιμή των 25 ευρώ περίπου (5 ευρώ ανά κιλό). Για πέντε κιλά ελαιολάδου τα οποία φεύγουν από τα χέρια του παραγωγού στην τιμή των 25 ευρώ, τοποθετούνται στο ράφι σχεδόν στην τιμή των 70 ευρώ. Κρίσιμο στοιχείο της ανάλυσης είναι επίσης και το γεγονός ότι, ο παραγωγός πουλάει με κιλά και ο έμπορος πουλάει με λίτρα.
Το κόστος παραγωγής
Ας δούμε στη συνέχεια το κόστος παραγωγής του ελαιοπαραγωγού. Το κόστος παραγωγής για ένα αρδευόμενο ελαιώνα είναι στα 3,5 ευρώ το κιλό. Μπορεί να φτάσει και σε διπλάσια τιμή λόγω αυξανόμενου κόστους του νερού. Στον ξερικό, μπορεί να έχει λιγότερα έξοδα αλλά έχει και μειωμένες αποδόσεις, οπότε το κόστος ξεπερνά τα 5 ευρώ το κιλό. Ακόμη και ζημιές στα δίχτυα και απώλειες στις ελιές από αφύλαχτα αιγοπρόβατα που καταπατούν τους ελαιώνες δημιουργούν επιπλέον κόστος. Εξάλλου, η έλλειψη εργατικών χεριών αποτελεί ένα από τα νέα σοβαρά προβλήματα που ανεβάζουν το κόστος της συγκομιδής σε σχεδόν στο διπλάσιο από ότι πέρυσι ιδίως για τους μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι πληρώνουν ημερομίσθια 70-80 ευρώ συν πρωινό. Επίσης, πολλοί συγκρίνουν τις τιμές παραγωγού της Ελλάδας με τις τιμές της Ισπανίας, αλλά δεν υπολογίζουν το μειωμένο κόστος που έχουν οι Ισπανοί ελαιοπαραγωγοί, λόγω πυκνής φύτευσης στην Ισπανία. Σε κάποιες χώρες της ΕΕ έχει θεσμοθετηθεί εδώ και χρόνια η υποχρέωση πώλησης αγροτικών προϊόντων πάνω από το κόστος παραγωγής. Στην Ελλάδα όχι.
Το έσχατο ανάχωμα
Αφήσαμε για το τέλος, το έσχατο ανάχωμα του Κρητικού ελαιοπαραγωγού στη μάχη των τιμών. Ένα όπλο που αν είχε ο αγρότης στα χέρια του εγκαίρως, θα μπορούσε να αντισταθεί πιο αποτελεσματικά στις πιέσεις της αγοράς. Επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Η ΚΑΠ θα έπρεπε να αποτελεί βασικό εργαλείο για την βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος, την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Η εφαρμογή της ΚΑΠ απαιτεί διαφάνεια, τήρηση των διαδικασιών και σαφή επικοινωνία, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική αξιοποίησή της από τους παραγωγούς. Τα πρόσφατα δεδομένα δείχνουν μια ανεξήγητη μείωση στις ενισχύσεις, γεγονός που έχει προκαλέσει απογοήτευση στον αγροτικό κόσμο. Και το βασικότερο, όλοι βαδίζουν στα τυφλά!
Ενώ υπήρχε η προσδοκία ότι οι πληρωμές θα ήταν μεγαλύτερες, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, με το συνολικό ποσό να είναι μικρότερο από αυτό που είχαν υπολογίσει οι παραγωγοί. Ορισμένοι παραγωγοί δεν πήραν καμία πληρωμή παρά τις μεγάλες τους ανάγκες, ενώ οι επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν είναι ανεπαρκείς, αν όχι ασήμαντες, μπροστά στις αναγκαίες δαπάνες για λιπάσματα, καύσιμα και άλλες πρώτες ύλες. Μετά το ναυάγιο στις επιδοτήσεις και στην εξισωτική, νέο ψαλίδι αναμένεται στην πληρωμή των οικολογικών σχημάτων στα τέλη Φλεβάρη, με τις πληροφορίες να κάνουν λόγο για οριζόντια περικοπή. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Από τη μία, οι συνεχείς μειώσεις κάθε χρόνο των ποσών ενίσχυσης που δίνονται στους Έλληνες παραγωγούς. Οι διαχρονικές πληρωμές άμεσων ενισχύσεων ΚΑΠ στην Ελλάδα δίνουν μόνιμη πτωτική τάση, ως εξής:
2016 : 1.706 εκ. ευρώ
2017 : 1.633 εκ. ευρώ
2018 : 1.560 εκ. ευρώ
2019 : 1.599 εκ. ευρώ
2020 : 1.497 εκ. ευρώ
2021 : 1.484 εκ. ευρώ
2022 : 1.502 εκ. ευρώ
2023 : 939 εκ. ευρώ
2024 : 916 εκ. ευρώ.
Ειδικά για το 2024, οι άμεσες ενισχύσεις που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των δικαιούχων ανήλθαν σε 915.875.879,39 ευρώ, έναντι 1.878.941.917 ευρώ που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εφαρμογή του Πυλώνα Ι της ΚΑΠ για το έτος 2024. Σχεδόν τα μισά χρήματα, δηλαδή, δεν έφτασαν φέτος στον Έλληνα παραγωγό. Συνολικά, 971 εκατομμύρια ευρώ δεν έχουν αποδοθεί μέχρι σήμερα στους δικαιούχους παραγωγούς για το 2024. Η συνολική προκαταβολή των ενισχύσεων ανήλθε φέτος σε περίπου 450 εκατ. ευρώ, εμφανώς χαμηλότερη από το αντίστοιχο ποσό της προηγούμενης χρονιάς.
Η μείωση αυτή προκαλεί έντονες αντιδράσεις, καθώς οι αγρότες έλαβαν κατά 40% λιγότερα από τα περσινά επίπεδα, γεγονός που επιβαρύνει τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας. Ειδικά για την ελαιοκαλλιέργεια έγιναν και αρκετές άλλες περικοπές. Μερικές από τις περικοπές αυτές είναι:
-Η πλήρης κατάργηση των ενισχύσεων για όσους δήλωναν κάτω από 4 στρέμματα και για όσους λαμβάνουν κάτω από 250 €!
-Εξαιρέθηκαν συνεπώς από τις ενισχύσεις πάνω από το 50% των ελαιοπαραγωγών.
-Η λεγόμενη «αναδιανεμητική» ενίσχυση, η οποία εξαφανίζει τους υπόλοιπους μικρούς ελαιοπαραγωγούς κάτω από 10 στρέμματα, αφού τα 11 € που προβλέπει ανά στρέμμα θα δίδονται μόνο σε όσους δηλώνουν από 10-40 στρέμματα!
-Επίσης ΚΥΔ ενεργοποίησαν προεισπράξεις για τα «οικολογικά σχήματα» και οι αγρότες βλέπουν ποσά μειωμένα.
Η χώρα μας βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο της εσωτερικής σύγκλισης και αντί να επιτυγχάνεται η προσέγγιση των στόχων, οι αγρότες διαπιστώνουν την απόκλιση της αξίας των δικαιωμάτων τους από το Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ. Μία σύγκλιση ιστορικών δικαιωμάτων της Κρήτης που ξεκίνησε από το μακρινό 2015 ώστε να γίνει ομαλά και σταδιακά, αλλά δυστυχώς, οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, επέσπευσαν δραστικά και σχεδόν τιμωρητικά το ρυθμό της σύγκλισης, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται πλέον τεράστιες μειώσεις στις ενισχύσεις από χρόνο σε χρόνο στην Κρήτη.
Μείωση 60% στο ιστορικό δικαίωμα
Το ιστορικό δικαίωμα στην Κρήτη έχει χαθεί κατά 60% και η πτώση δεν έχει σταματήσει ενώ οι επιδοτήσεις κατευθύνονται προς άλλες περιοχές της χώρας!! Είναι φανερό πως το κράτος πορεύεται εδώ και χρόνια χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και στρατηγική για τον πρωτογενή τομέα. Η καταβολή των ενισχύσεων της ΚΑΠ πριν λίγα χρόνια δεν αποτελούσε είδηση γιατί γινόταν τακτικά με καταβολή τον Οκτώβριο το 70% και τον Δεκέμβριο το 30%, η οποία για τις ελιές ονομαζόταν πράσινη. Σήμερα, χάρη στην λεγόμενη «απλοποίηση» της τελευταίας αναθεώρησης της ΚΑΠ – που βέβαια έγινε μετά από «διαβούλευση» και συναίνεση της χώρας μας- η καταβολή αποτελεί κορυφαίο γεγονός το οποίο προβάλλεται από πολλά ΜΜΕ ως σημαντική είδηση! Ωστόσο, η μόνη πραγματική είδηση που υπάρχει είναι οι περικοπές που γίνονται. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου οι αγρότες δεν γνωρίζουν με ακρίβεια το ποσό των ενισχύσεων που δικαιούνται και το χρονοδιάγραμμα πληρωμών. Την ίδια στιγμή, στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ΚΑΠ εφαρμόζεται με προκαθορισμένες χρονικές περιόδους πληρωμών. Οι συνεχείς καθυστερήσεις και η έλλειψη προγραμματισμού καθιστούν αδύνατο για τους αγρότες να σχεδιάσουν τη δραστηριότητά τους και να εξασφαλίσουν τη ρευστότητα που απαιτείται για τις καλλιέργειές τους.
Εξαιρέσεις πληρωμών λόγω monitoring
Η αβεβαιότητα σχετικά με το ύψος των ενισχύσεων και η απογοήτευση, δεν είναι καλοί σύμβουλοι στη διαπραγμάτευση της τιμής του προϊόντος τους. Επιπλέον, φέτος, είχαμε εξαιρέσεις από την πληρωμή, λόγω λειτουργίας του συστήματος παρακολούθησης εκτάσεων (monitoring). Οι παραγωγοί αμφισβητούν το τηλεσκοπικό σύστημα, θα ακολουθήσουν, βεβαίως, ενστάσεις.
Είναι πραγματικά άδικο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να έχει καταφέρει να εξασφαλίσει την περίοδο της διαπραγμάτευσης της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής σχεδόν ακέραια τα χρήματα της προγραμματικής περιόδου 19,6 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή μάλιστα που χώρες μεγάλες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία υπέστησαν σοβαρότατες μειώσεις και να πανηγυρίζουμε και ορθώς πανηγυρίσαμε τότε για αυτό το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, αλλά οι αγρότες μας από τον Οκτώβρη του 2023 και εντεύθεν να μη γνωρίζουν ούτε τι εισπράττουν ούτε τι αναμένουν να εισπράξουν και στο διά ταύτα να πληρώνονται λιγότερα από τα δικαιούμενα των κοινοτικών ενισχύσεων. Τι έχει κάνει διαχρονικά το ελληνικό Κράτος για να διασώσει τις τιμές του ελαιοπαραγωγού και τις ενισχύσεις της ΚΑΠ;
Περιμένουμε από το Υπουργείο να αποσαφηνίσει άμεσα το τοπίο με τις επιδοτήσεις:
-Να δημοσιοποιήσει την αξία των δικαιωμάτων ανά αγρονομική περιφέρεια (Αρόσιμες Εκτάσεις, Μόνιμες Καλλιέργειες, Βοσκότοποι).
-Να δώσει στοιχεία για τα Οικολογικά Σχήματα, τις εκτάσεις που καλύπτουν και τον αριθμό των δικαιούχων.
-Να παρουσιάσει το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των υπολοίπων πληρωμών των άμεσων ενισχύσεων για το 2024.
-Να εξηγήσει πώς σκοπεύει να κατανεμηθούν τα αδιάθετα δικαιώματα και πόροι.
-Να υπάρξει νέο οικολογικό σχήμα, με την ονομασία «κλάδεμα ανανέωσης» για την οικονομική στήριξη των αγροτών, ώστε να μπορέσουν οι αγρότες να σώσουν τους ελαιώνες τους αλλά και να γίνουν και πάλι παραγωγικοί, μετά από χρονικό διάστημα τριών ετών.
-Να εντάξει την Κρήτη στις δράσεις προστασίας νησιωτικής πολιτικής.
-Να γίνει η Κρήτη ειδική αγρονομική περιφέρεια ελαιολάδου και ελιάς
-Να ενισχύσει το βήμα διαλόγου με τους εκπροσώπους των παραγωγών στην νέα προγραμματική περίοδο.
-Η επιδότηση να δίνεται στην παραγωγή και όχι στα ιστορικά δικαιώματα.
Δεν είναι θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο πρωτογενής τομέας είναι ένας σταθερός και παραγωγικός χώρος. Συμβάλλει αδιανόητα σημαντικά στην κοινωνική συνοχή της χώρας και πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε με μια ολιστική προσέγγιση ανεξαρτήτως κομμάτων και χρωμάτων.