Για τα προβλήµατα που δηµιουργεί στις αγορές η µικρή παραγωγή ελιάς Καλαµών µιλάει ο Πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ Κώστας Ζούκας, καθώς η έλλειψη πρώτης ύλης οδηγεί σε απενεργοποίηση γραµµών παραγωγής και απώλεια θέσεων εργασίας.

Επιπλέον µιλάει και για τους τρόπους που θα οδηγήσουν το προϊόν και πάλι σε υψηλή θέση στις αγορές του εξωτερικού.

Φέτος διανύουµε µία χρονιά µε σηµαντικά µειωµένες ποσότητες στις επιτραπέζιες ποικιλίες. Κατά πόσο εµποδίζει η έλλειψη πρώτης ύλης τον εφοδιασµό της αγοράς, και ιδιαίτερα τις αποστολές µας στις διεθνείς αγορές;

Για την ελαιοκοµική περίοδο 2023/24 (1/9/23-31/8/24) διαπιστώνεται ότι η κλιµατική κρίση έχει περιορίσει σηµαντικά την πρωτογενή παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς σε όλη την µεσογειακή λεκάνη, µε εξαίρεση την Αίγυπτο και εν µέρει την Τουρκία.

Σε Π.Ε. της χώρας µας η ακαρπία φθάνει και το 90% όπως είχαµε επισηµάνει έγκαιρα σε σχετικό Δελτίο Τύπου της ΠΕΜΕΤΕ στις 28/8/23, τονίζοντας µάλιστα τις συνθήκες ανασφάλειας και απόγνωσης στους ελαιοπαραγωγούς (πρωτογενής τοµέας), στην µεταποίηση (δευτερογενής τοµέας) και στις εξαγωγές (τριτογενής τοµέας), δηλαδή στο σύνολο του εξαγωγικού κυρίως κλάδου των επιτραπέζιων ελιών της χώρας, έχοντας θέσει µάλιστα το θέµα στο υψηλότερο επίπεδο, στο γραφείο του Πρωθυπουργού, ζητώντας άµεση στήριξη των θιγόµενων κοινωνικών οµάδων.

Η έλλειψη πρώτης ύλης οδηγεί σε απενεργοποίηση γραµµών παραγωγής και την δηµιουργία κενών θέσεων εργασίας. Επιπλέον οι ιδιαίτερα υψηλές τιµές πώλησης επιτραπέζιων ελιών από τον ελαιοπαραγωγό, έχουν ως αποτέλεσµα αντίστοιχα υψηλές τιµές πώλησης του τελικού προϊόντος, µε συνέπεια την µείωση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος στα ράφια του εξωτερικού.

Τα αποθέµατα από την περσινή ελαιοκοµική περίοδο αποτελούν ένα “µαξιλάρι” ως προς την διαθεσιµότητα του προϊόντος, αλλά αθροιστικά µε την νέα ιδιαιτέρως µειωµένη παραγωγή (2023/24), δεν επαρκούν για τις εξαγωγικές ανάγκες της χώρας.

Ο συνδυασµός των ελλειµµατικών ποσοτήτων και των αυξηµένων τιµών -δεδοµένων και των µέτρων που λαµβάνουν κυβερνήσεις κατά του πληθωρισµού- προδιαγράφει σηµαντικό κίνδυνο για:

  • Απώλεια αγορών και µείωση εξαγωγών, ιδιαίτερα στις µικρές συσκευασίες καταναλωτή (ράφι),
  • Αντικατάσταση των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών στα ράφια των εφοδιαστικών αλυσίδων του εξωτερικού από οµοειδή προϊόντα άλλων τρίτων ανταγωνιστριών χωρών.

Ισως, το µοναδικό όπλο µας για να αντιµετωπίσουµε αυτή την αρνητική κατάσταση είναι η αδιαµφισβήτητη ποιοτική υπεροχή των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών και η ελπίδα ότι οι καταναλωτές θα επιµείνουν και θα επανέλθουν στην αναζήτηση του ελληνικού προιόντος και µετά την τρέχουσα κρίση.

Πόσο συµµετέχουν οι δύο πρώτοι κρίκοι της αλυσίδας στη διαµόρφωση της τιµής του προϊόντος; Πόσο αγοράστηκε, δηλαδή, µεσοσταθµικά πέρυσι το προϊόν και πόσο έφυγε από τη µεταποίηση (συνυπολογίζοντας, για παράδειγµα, λειτουργικά κόστη, συσκευασία, κ.α.) για να κατευθυνθεί στις αγορές;

Είναι γεγονός ότι κατά καιρούς διατυπώνεται µία ανεδαφική και άδικη κριτική προς τον µεταποιητικό/εξαγωγικό τοµέα του κλάδου της επιτραπέζιας ελιάς, ως προς την συµµετοχή του στην διαφορά µεταξύ της τιµής πώλησης του προϊόντος από τον ελαιοπαραγωγό (νωπός ελαιόκαρπος και/ή ηµι-κατεργασµένος) και της τιµής του τελικού προϊόντος που αγοράζει ο καταναλωτής από το ράφι.

Πρόκειται για µύθο που καταρρίπτεται εύκολα, µε µια πρώτη ανάγνωση των επίσηµων στοιχείων που δίνει η ΕΛΣΑΤ για το ύψος της αξίας και των ποσοτήτων των ελληνικών εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών, όλων των ποικιλιών από τον πίνακα που παραθέτουµε:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ Μ.Ο. ΤΙΜΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ (2010-2023)

Featured Image

Με µία απλή διαίρεση, προκύπτει ο µέσος όρος (Μ.Ο.) της τιµής των ελληνικών εξαγωγών του έτοιµου προϊόντος ανά κιλό και ανεξαρτήτως ποικιλίας.

Αυτή η καταγραφή σηµαίνει ότι από την τιµή των €5 έως €6/κιλό (πωλήσεις προϊόντος σε olive bars) και από τα €15 έως €20 ή και παραπάνω ανά κιλό σε συσκευασίες καταναλωτή που αγοράζονται στο ράφι, αθροιστικά τα εισοδήµατα του πρωτογενή, δευτερογενή/τριτογενή τοµέα περιορίζονται, ενδεικτικά στα €2,9/κιλό για το 2022 και µειούµενα στα €2,6/κιλό το 1ο επτάµηνο του 2023.

Μια κανονική ελαιοκοµική περίοδο στον πρωτογενή τοµέα µεσοσταθµικά οι τιµές κυµαίνονται από €1 έως €2/κιλό.

Σε περιπτώσεις υπερ-εσοδείας, όπως η ελαιοκοµική περίοδος 2022/23 (1/9/22-31/8/23), για συγκεκριµένα µεγέθη και επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς, η τιµή ενδέχεται να πέσει κάτω του €1/κιλό και σε περιπτώσεις µειωµένης παραγωγής, όπως η τρέχουσα ελαιοκοµική περίοδο 2023/24, για συγκεκριµένα µεγέθη και επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς υπερβαίνει τα €2/κιλό.

Θέλοντας να επικεντρωθούµε στα κόστη της µεταποίησης, στην τιµή πώλησης του προϊόντος από τον ελαιοπαραγωγό πρέπει να προσθέσουµε:

  1. Το κόστος υλικών συσκευασίας που µεσοσταθµικά για συσκευασίες bulk και foodservice ανέρχεται περιπου στα €0,30/κιλό και για συσκευασίες καταναλωτή µεσοσταθµικά ανέρχεται περίπου στο €1/κιλό.
  2. Το κόστος της απώλειας βάρους κατά 20-25% µέσω της εκπυρήνωσης σε σχέση µε το αρχικό βάρος του πρωτογενούς προϊόντος. Αξίζει να σηµειωθεί ότι το 80% των ποσοτήτων των εµπορικών τύπων των επιτραπέζιων ελιών που εξάγονται, είναι χωρίς πυρήνα (εκπυρηνωµένες, ροδέλες, γεµιστές).
  3. Τα λειτουργικά έξοδα των µεταποιητικών, τυποποιητικών, εξαγωγικών µονάδων (µόνιµο και εποχιακό προσωπικό, ασφαλιστικές εισφορές, κ.α.)

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, το περιθώριο κέρδους του µεταποιητικού, τυποποιητικού, εξαγωγικού τοµέα είναι οριακό και σε κάθε περίπτωση απόλυτα ανταγωνιστικό.

Τα δεδοµένα που παραθέτουµε είναι έγκυρα και διαθέσιµα σε κάθε καλοπροαίρετο ή κακοπροαίρετο αναγνώστη που τα αµφισβητεί.

Επιπλέον πρέπει να συνυπολογιστεί και το κοινωνικό αποτύπωµα του µεταποιητικού, τυποποιητικού, εξαγωγικού τοµέα µέσω των δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας που εξασφαλίζει, καθώς και τις άνω των €600 εκατ. εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών που πραγµατοποιεί τα τελευταία χρόνια, µε υπερδιπλασιασµό των εξαγωγών της την τελευταία δεκαετία, αποφέροντας πολύτιµο για την εθνική οικονοµία συνάλλαγµα/εισόδηµα.

Τέλος αξίζει να αναφερθεί, ότι τις τελευταίες δεκαετίες ο µεταποιητικός, τυποποιητικός, εξαγωγικός τοµέας επενδύει σε πάγιο εξοπλισµό, γραµµές παραγωγής και νέες τεχνολογίες για την ασφάλεια των τροφίµων και την ενίσχυση της θέσης του προϊόντος στις αγορές του εξωτερικού.

Μέσω αυτών των προσπαθειών των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων οι επιτραπέζιες ελιές “ταξιδεύουν” σε περισσότερες από 100 χώρες του εξωτερικού και η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στην 2η θέση στην παγκόσµια κατάταξη των εξαγωγών του προϊόντος.

Εποµένως στο ερώτηµα “ποιος ευθύνεται για την µεγάλη διαφορά µεταξύ των τιµών πώλησης από τους ελαιοπαραγωγούς και της λιανικής τιµής καταναλωτή στα ράφια του εξωτερικού;” νοµίζω ότι θα πρέπει να δούµε τους κρίκους που αποτελούν αυτή την “εµπορική αλυσίδα” ιδιαίτερα µετά τον Έλληνα εξαγωγέα, που φαίνεται ξεκάθαρα στο διάγραµµα που παραθέτουµε:

Πηγή: Αιχμή

Featured Image