Μία σημαντική απόφαση για όσους απασχολούνται στον πρωτογενή τομέα εξέδωσε το Εφετείο Αθηνών, εξαλείφοντας όλους τους τόκους από τις οφειλές πολίτη.
Σύμφωνα με την απόφαση «μετά την πάροδο 9 ετών από την υπογραφή της τελευταίας χρονολογικά υπ’ αριθμόν 22/2010 πρόσθετης πράξεως, η οφειλή του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 181.367,94 ευρώ και κατά την 4-8-2004 ημερομηνία ψήφισης του Ν 3259/2004 η οφειλή του ανερχόταν στο ποσό των 74.028,49 ευρώ (υπολογιζόμενη με το τριπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση εκ του αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι με το διπλάσιο), σύμφωνα την από 3-10-2019 επιστολή της εναγομένης εκκαλούσας, που εκδόθηκε σε απάντηση της από 22- 7-2019 αίτησης του ενάγοντος» όπως αναφέρουν οι δικηγόροι του.
«Το γεγονός ότι η οφειλή υπολογίστηκε στο ποσό των 74.028,49 ευρώ με βάση το τριπλάσιο του καταλοίπου της, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση εκ του αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι με το διπλάσιο, δεν προκύπτει από την ως άνω απαντητική επιστολή, στην οποία δεν γίνεται κανένας ειδικός μαθηματικός υπολογισμός, πλην όμως τούτο συνομολογείται ρητά από την εναγόμενη εκκαλούσα πιστοδότρια στην σελίδα 9 του εφετηρίου . Υπό τις εξελίξεις αυτές και ειδικά με την επαναλαμβανόμενη άρνηση της πιστοδότριας τράπεζας να επαναναπροσδιορίσει την οφειλή του ενάγουσας με τον συντελεστή 2 ο ενάγων διατηρούσε το δικαίωμα επικαλούμενος το προφανές οικονομικό έννομο συμφέρον του να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή αξιώνοντας να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η οφειλή του υπάγεται είτε στις ευνοϊκές διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 42 §1 του ν. 2912/2001, είτε στις παραλλήλως ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 39 παρ 5 του Ν 3259/2004 ως επαγγελματίας αλιέας, στις δε τελευταίες αυτές διατάξεις επέλεξε τελικώς να στηρίξει την αγωγή του διωκόντας τον επανυπολογισμό της οφειλής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζοντας το δικονομικό αξίωμα του jura npvit curia, κατά το οποίο το δικαστήριο είναι αυτό που εκτιμά το περιεχόμενο της αγωγής και το είδος της αιτούμενης δικαστικής προστασίας ανεξάρτητα από τις διατάξεις του επικαλούνται οι διάδικοι, έκρινε ότι το χρέος του ενάγοντος υπάγεται πρωτίστως στην διάταξη του 30 παρ.1 περ γ και 2 Ν 2789/2000».
Πώς ορίζεται η ιδιότητα του αγρότη
Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση με νόμο του 2004 οριζόταν πως «προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους δραστηριότητα που υπάγονται στο άρθρο 30 του Ν 2789/2000 το συνολικό ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί με τα πιστωτικά ιδρύματα πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου προκειμένου περί αλληλόχρεων το διπλάσιο της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Ότι από το πνεύμα του ως άνω νόμου και τη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η ιδιότητα του «κατ’ επάγγελμα αγρότη» αρκεί να συντρέχει κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως δανείου, διότι τότε καθορίζονται οι όροι και τα ειδικά χαρακτηριστικά της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται η ως άνω ιδιότητα να συντρέχει και κατά το χρόνο επαναπροσδιορισμού της απαιτήσεως, αφού σκοπός του νομοθέτη δεν είναι να αποκλειστούν από τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού της απαιτήσεως οι δανειολήπτες, οι οποίοι, αν και όταν έλαβαν την πίστωση ήταν αγρότες, εν συνεχεία λόγω της ενσκύψασας οικονομικής κρίσης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις αγροτικές εργασίες».
Απόφαση-σταθμός για πανωτόκια: Οι νομοθετικές διατάξεις
Όπως αναφέρεται «περαιτέρω από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια ότι, οι ρυθμίσεις του άρθρου 39 § 5 του Ν. 3259/2004, είναι ευνοϊκότερες για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, έναντι των άλλων οφειλετών, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους απέναντι στα πιστωτικά ιδρύματα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 2601/1998,
«Ως αγρότες θεωρούνται οι ασχολούμενοι με τη γεωργία, κτηνοτροφία, πτηνοτροφία, μελισσοκομία, σηροτροφία, αλιεία και δασοπονία. Επίσης και όσοι από αυτούς ασχολούνται συμπληρωματικά και με τον αγροτουρισμό, αγροτοβιομηχανία, παραδοσιακή βιοτεχνία και προστασία του φυσικού χώρου, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στα όρια της αγροτικής εκμετάλλευσης και στα πλαίσια του εγκεκριμένου προγράμματος του Υπουργείου Γεωργίας».
Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ. 3374/23.10.1998 κοινή υπουργική απόφαση αγρότες θεωρούνται οι ασχολούμενοι με τη γεωργία, κτηνοτροφία, πτηνοτροφία, μελισσοκομία, σηροτροφία, αλιεία και δασοπονία. Επίσης και όσοι από αυτούς ασχολούνται συμπληρωματικά και με τον αγροτουρισμό, αγροτοβιομηχανία, παραδοσιακή βιοτεχνία και προστασία του φυσικού χώρου, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στα όρια της αγροτικής εκμετάλλευσης και στα πλαίσια του εγκεκριμένου προγράμματος του Υπουργείου Γεωργίας».
Β. Κόκκαλης: Απόφαση ευεργετική για τον πρωτογενή τομέα
«Πρόκειται για μια απόφαση-σταθμός, διότι εφαρμόζει ορθά τον γνωστό Ν. 3259/2004 “Περί πανωτοκίων”, ένα νόμο πολύ ευεργετικό για τον πρωτογενή τομέα. Επιπρόσθετα, η αξία της δικαστικής απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι στο Ν. 3259/2004 εντάσσονται και οι ετεροεπαγγελματίες αγρότες, ακόμη και αυτοί που απώλεσαν την ιδιότητα του αγρότη. Η απόφαση του εφετείου Αθηνών, έκρινε και επικύρωσε ότι από το συνολικό ποσό των 181.367, 94 ευρώ, που αξίωνε η PQH Ενιαία Ειδική Εκκαθάριση ΑΕ από τον αλιέα, το ποσό των 157.167,54 ευρώ ήσαν πανωτόκια» δήλωσε ο δικηγόρος και βουλευτής Βασίλης Κόκκαλης.
Πηγή: dikastiko.gr