Της Natalie Sauer*
Η χρήση φυτοφαρμάκων αποτέλεσε ευλογία για την αγροτική παραγωγή του 20ού αιώνα. Όμως, η ολοένα διευρυνόμενη χρήση τους έχει προκαλέσει σοβαρότατα προβλήματα υγείας στους αγρότες. Και ο αγώνας τους για την αναγνώριση των παθήσεων αυτών και την αποζημίωσή τους μόλις έχει αρχίσει και είναι δύσκολος, ακόμη και σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που διαθέτει τέτοιους μηχανισμούς.
Στις 10 Αυγούστου 2018, ένας κηπουρός που εργαζόταν στα προάστια του Σαν Φρανσίσκο πέτυχε την καταδίκη της εταιρείας Monsanto διότι δεν τον είχε ενημερώσει για τις επιπτώσεις της χρήσης του Roundup, του πιο ευρέως χρησιμοποιούμενου ζιζανιοκτόνου στον κόσμο. Η πρωτοφανής αυτή απόφαση οδήγησε στην καταβολή στον Ντουέιν Τζόνσον, με καρκίνο σε τελικό στάδιο, μιας σημαντικής αποζημίωσης: 289 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 256 εκατομμύρια ευρώ), ποσό το οποίο, μετά από έφεση, μειώθηκε στα 78,5 εκατομμύρια. Στην Ευρώπη, η γλυφοσάτη, κύριο συστατικό του Roundup, θα συνεχίσει να επιτρέπεται τουλάχιστον ώς το 2022. Παρ’ όλο που η επικινδυνότητα πολλών χημικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία τεκμηριώνεται όλο και περισσότερο, οι κανονισμοί σχετικά με τη χρήση τους καθώς και η αναγνώριση των βλαβών που έχουν προκαλέσει εξακολουθούν να αποτελούν το αντικείμενο μιας δύσκολης μάχης, ιδιαίτερα για τους γεωργούς.
Στη Γαλλία, τον δεύτερο αγοραστή φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Αυστρία, το Γεωργικό Ταμείο Κοινωνικής Αλληλασφάλισης (MSA) την τελευταία δεκαετία αποζημίωσε περίπου χίλιους γεωργούς για διάφορες ασθένειες. «Είναι η κορυφή του παγόβουνου» παραδέχεται η Αν Μαρί Σουμπιέλ, αρμόδια του υπουργείου Γεωργίας σε θέματα υγείας και ασφάλειας στην εργασία. Μια έκθεση που υποβλήθηκε στην κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2018 εμπνέει ανησυχία: «Ο αριθμός των μέχρι στιγμής αναγνωρισμένων θυμάτων υποτιμά σαφέστατα τον αριθμό των ενδεχόμενων θυμάτων».1 Στηριζόμενοι στις διεθνείς επιστημονικές γνώσεις, οι γενικοί επιθεωρητές της δημόσιας διοίκησης εκτιμούν ότι «ο κίνδυνος έκθεσης του αγροτικού πληθυσμού στα χημικά προϊόντα αυτή τη στιγμή φαίνεται πως αγγίζει 100.000 ανθρώπους. Ο αριθμός των ενδεχόμενων θυμάτων, για τα οποία υπάρχει ισχυρό τεκμήριο αιτιότητας μεταξύ της ασθένειας και της έκθεσης, είναι της τάξης των 10.000 ατόμων, εκ των οποίων τα δύο τρίτα αφορούν ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον και ένα τρίτο ασθενείς με κακοήθεις αιματοπάθειες».2
Παρ’ όλα αυτά, το καθεστώς υποχρεωτικής κοινωνικής προστασίας των αγροτών έχει σημειώσει αρκετή πρόοδο τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την αναγνώριση των ασθενειών. Ο Ντομινίκ Μαρσάλ, που το 2006 προσβλήθηκε από μια σπάνια μορφή λευχαιμίας, αποτέλεσμα χειρισμού προϊόντων με βάση το βενζόλιο, είναι ο πρώτος αγρότης που αποζημιώθηκε για επαγγελματική ασθένεια συνδεδεμένη με φυτοφάρμακα. Το 2012, το MSΑ προσθέτει τη νόσο του Πάρκινσον στον πίνακα επαγγελματικών ασθενειών που έχει καταρτίσει. Τρία χρόνια αργότερα, έρχεται η σειρά του λεμφώματος μη-Hodgkins να εμφανιστεί σ’ αυτόν τον πίνακα. Ωστόσο, η πρόοδος είναι ακόμη ανεπαρκής. Η Μαρί-Λυς Μπιμπεράν, συνιδρυτικό μέλος της Collectif Info Médoc Pesticides, ομάδας πληροφόρησης στο Μεντόκ κατά της χρήσης φυτοφαρμάκων, έδωσε μάχη προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα αναγνωριστεί η επαγγελματική αιτία του ηπατικού καρκίνου που της στέρησε τον αδελφό, αμπελουργό, στα 47 του χρόνια. Μιλά για τη «διπλή οδύνη της ασθένειας και της σιωπής» την οποία υφίστανται ακόμη και σήμερα οι αγρότες που έχουν νοσήσει.
H έκθεση της διοικητικής αρχής επισημαίνει «τους περιορισμούς των διατάξεων» που ισχύουν αυτή τη στιγμή για τις αποζημιώσεις, η πιο αποθαρρυντική πλευρά των οποίων φέρεται πως είναι η πενιχρή αναμενόμενη αποζημίωση. Οι αποζημιώσεις που χορηγούνται στα θύματα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων γίνονται αντικείμενο συστηματικών αμφισβητήσεων στα δικαστήρια, εξηγεί ο Φρανσουά Λαφόργκ, δικηγόρος πολλών θυμάτων, στα οποία ανήκουν και εκείνα της Triskalia:3 «Στο 95% των περιπτώσεων κερδίζουμε την υπόθεση, πράγμα που αποδεικνύει ότι όντως το MSA δεν λαμβάνει υπόψη τις παρατηρούμενες συνέπειες».
Όσοι επιθυμούν να κινήσουν μια τέτοια διαδικασία υποχρεώνονται να περιπλανηθούν σ’ έναν καφκικό λαβύρινθο. Για ασθένειες εκτός της νόσου του Πάρκινσον και του λεμφώματος μη-Hodgkins οφείλουν να απευθύνουν το αίτημά τους στην Περιφερειακή Επιτροπή Αναγνώρισης Επαγγελματικών Ασθενειών (CRRMP), έναν ανεξάρτητο οργανισμό του MSA, και να αποδείξουν ότι εκτέθηκαν στα προϊόντα που εκτιμούν ότι είναι η αιτία της ασθένειάς τους. Πρέπει λοιπόν να ψάξουν και να βρουν τα τεκμήρια: βιβλία παραγγελιών, τιμολόγια ή δοχεία που περιείχαν τις επίμαχες τοξικές ουσίες.
Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα επίπονη για τους μισθωτούς: πολλές φορές αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι με τους εργοδότες τους, όχι ιδιαίτερα πρόθυμους να τους παράσχουν τα αποδεικτικά έγγραφα. Από τη στιγμή που θα έχουν στην κατοχή τους τα στοιχεία αυτά, εναπόκειται στους ίδιους να αποδείξουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ασθένειάς τους και των ουσιών, οι οποίες μπορεί να είναι πολλές. «Είναι μια δύσκολη υπόθεση όταν πρόκειται για τις όψιμες συνέπειες, είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά την έκθεση, όταν ο κίνδυνος ήταν άγνωστος» εξηγεί η Σουμπιέλ.
Το επόμενο εμπόδιο είναι η ιατρική αναγνώριση, συνέπεια της έλλειψης εκπαίδευσης των γιατρών, κατά την Ανί Τεμπό-Μονί, κοινωνιολόγο και διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (INSERM). Μας εξηγεί ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τη δημιουργία ενός πιστοποιητικού που βεβαιώνει την επαγγελματική αιτία της ασθένειας, η έμφαση συχνά δίνεται σε ατομικούς παράγοντες, σχετικούς με τον τρόπο ζωής -κατανάλωση καπνού ή οινοπνεύματος, υπερβολικό βάρος- εις βάρος των περιβαλλοντικών: «Οι γιατροί δεν είναι εκπαιδευμένοι ώστε να λαμβάνουν υπόψη συλλογικούς παράγοντες που αμφισβητούν τη βιομηχανική λογική». Επιπλέον, οι σύλλογοι θυμάτων κάνουν λόγο για πιέσεις, λιγότερο ή περισσότερο έντονες, που ορισμένοι γιατροί ασκούν στους ασθενείς, πιέσεις που μπορεί να ποικίλλουν, από την καλοπροαίρετη προειδοποίηση («Είναι μια μακρά διαδικασία») έως την πλήρη απόρριψη («Δεν θα πάρετε τίποτα», «Δεν αξίζει τον κόπο»).4
Από την πλευρά του, το MSA ισχυρίζεται πως παραμένει το ευνοϊκότερο ασφαλιστικό σύστημα προς τους προσφεύγοντες για ασθένειες σχετικές με φυτοφάρμακα στην Ευρώπη, όπως υποστηρίζει ο Μαρκ Ροντό, γιατρός-σύμβουλος και εθνικός τεχνικός σύμβουλος του ταμείου. Κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία, απαιτούν από τους προσφεύγοντες να αποδείξουν ότι το προϊόν ευθύνεται άμεσα για την πάθηση. Τo γαλλικό MSA δηλώνει ότι ανταποκρίνεται «αυτομάτως» στις αιτήσεις αποζημίωσης για τη νόσο του Πάρκινσον ή για το λέμφωμα μη-Hodgkins, εφόσον η πιο πρόσφατη έκθεση στην ουσία έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς. Αντικρούει την κατηγορία ότι δεν εκπροσωπεί τα θύματα των φυτοφαρμάκων, υπογραμμίζοντας ότι το Διοικητικό Συμβούλιό του εκλέγεται από 24.000 επαγγελματίες, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργητών και των εργαζομένων στη γεωργική βιομηχανία.
Δεχόμενο τα πυρά της κριτικής, το γαλλικό λόμπι των φυτοφαρμάκων ζητά να επιδειχθεί εμπιστοσύνη στο υφιστάμενο «ισχυρό σύστημα» ελέγχου. «Θα ήταν ανησυχητικό αν διατίθεντο στην αγορά προϊόντα με προδιαγραφές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ασθένειες στους ανθρώπους» λέει σε έντονο ύφος η Εζενιά Πομαρέ, διευθύντρια της Ένωσης Βιομηχανιών Φυτοπροστασίας (UIPP), η οποία επιχειρεί να φανεί καθησυχαστική: «Η διαδικασία έγκρισης για τη διάθεση στην αγορά που διεξάγεται από την ANSES [Εθνική Αρχή Υγειονομικής Ασφάλειας Τροφίμων, Περιβάλλοντος και Εργασίας] είναι από τις αυστηρότερες στον κόσμο, εφόσον μάλιστα περιλαμβάνει επανεξέταση του προϊόντος κάθε δέκα χρόνια».
Η Πομαρέ επιμένει κυρίως στη βελτίωση των μηχανισμών προστασίας: οι φόρμες εργασίας κατασκευάζονται πλέον από υδροαπωθητικό βαμβακερό ύφασμα και είναι πιο άνετες και πιο εμφανίσιμες, ώστε να ενθαρρυνθεί η χρήση τους. Επιπλέον, κάθε αγρότης που εκτίθεται σε παρασιτοκτόνα οφείλει πλέον να ακολουθεί τριήμερη υποχρεωτική εκπαίδευση προκειμένου να μάθει τις ορθές πρακτικές χρήσης. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε πραγματικά για θύματα εφόσον, όπως πιστοποιεί η Πομαρέ, οι αγρότες έχουν όλα τα διαθέσιμα μέσα για την προστασία τους; «Είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο δεν θα σχολιάσω» λέει. Εντούτοις, προσθέτει: «Είμαι σε θέση να καταλάβω ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται θύματα».
Από την πλευρά τους, οι οικολόγοι και οι επαγγελματίες του τομέα της περιβαλλοντικής υγείας απορρίπτουν την επιχειρηματολογία που, βασισμένη στην ελεγχόμενη χρήση τους, υποτιμά τους κινδύνους από τα φυτοφάρμακα. Οι επικρίσεις εστιάζονται στη διαδικασία πιστοποίησης από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και στις συγκρούσεις συμφερόντων των εμπειρογνωμόνων της. Το 2014 μια συλλογική έκθεση τόνιζε ότι το 52% των εμπειρογνωμόνων που εξέταζαν τις συνέπειες της χρήσης μειγμάτων φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα είχε «δεσμούς με τη βιομηχανία».5 Στη Γαλλία, ο σύλλογος Μελλοντικές Γενιές καταγγέλλει κενά στο σύστημα πιστοποίησης της ΑNSES. Η αξιολόγηση των προϊόντων γίνεται μεμονωμένα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε η αλληλεπίδρασή τους με άλλες χημικές ουσίες στο περιβάλλον -το «φαινόμενο κοκτέιλ»- ούτε οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους.
Ο Αλέν Γκαριγκού, καθηγητής Εργονoμίας στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό, ειδικευμένος στις επαγγελματικές ασθένειες, προσθέτει ότι η χρήση φόρμας εργασίας δεν θα μπορέσει να προστατέψει ποτέ ολοκληρωτικά από την έκθεση στα φυτοφάρμακα: στην καλύτερη περίπτωση θα συμβάλει στη μείωσή της, ενώ στη χειρότερη θα την αυξήσει. Πράγματι, οι εργασίες του αποδεικνύουν ότι οι αγρότες που φορούν φόρμα ενδέχεται να εκτεθούν έως και τρεις φορές περισσότερο σε σχέση με εκείνους που δεν φορούν.6 Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα προϊόντα διαπερνούν τις φόρμες, μετατρέποντάς τις έτσι σε τοξικά σκάφανδρα.
Για την Τεμπό-Μονί, η βαρύτητα που δίνουν οι αγροχημικές επιχειρήσεις στον εξοπλισμό ασφάλειας δεν είναι παρά ένας συγκαλυμμένος τρόπος μετάθεσης των ευθυνών της βιομηχανίας στους αγρότες. «Το είδαμε με τον αμίαντο: οι παραγωγοί και, σε κάποιο βαθμό, οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις επικεντρώνονται στην ατομική ευθύνη των εργαζομένων, λέγοντας ότι δεν ξέρουν πώς να χειριστούν τα προϊόντα».
Όση έκπληξη κι αν προκαλεί, η Εθνική Ομοσπονδία Συνδικάτων Αγροκαλλιεργητών (FNSEA), η οποία υποτίθεται πως υπερασπίζεται τα μέλη της, βρίσκεται ανάμεσα στους σημαντικότερους αντιπάλους των ελέγχων, παραμένοντας στην πρώτη γραμμή του λόμπι υπέρ των φυτοφαρμάκων. Εξάλλου, πριν βρεθεί στη διεύθυνση της UIPP το 2013, η Πομαρέ διατέλεσε επί εικοσαετία υπεύθυνη περιβάλλοντος της FNSEA. «Δεν μπορούν να οργανώσουν ούτε μία συνέλευση χωρίς να έχουν στο πλευρό τους μια επιχείρηση» λέει με ένταση ο Πολ Φρανσουά, πρόεδρος του συλλόγου Phyto-Victimes («Θύματα Φυτοφαρμάκων») και πρώτος αγρότης στον κόσμο που πέτυχε την καταδίκη της Monsanto, το 2012, έπειτα από δηλητηρίαση από ένα ζιζανιοκτόνo της, το Lasso. Επίσης, η FNSEA συμμετέχει, μαζί με συλλόγους θυμάτων, γιατρούς και δημόσιους υπαλλήλους, στην Ανώτατη Επιτροπή για τις Επαγγελματικές Ασθένειες στη Γεωργία (COSMAP), τον φορέα που έχει την ευθύνη των προτάσεων για την καταχώριση επαγγελματικών ασθενειών. Το 2012 είχε ψηφίσει κατά της καταχώρισης της νόσου του Πάρκινσον. Το 2015 απείχε από την ψηφοφορία για το λέμφωμα μη-Hodgkins.
Σε πολιτικό επίπεδο, το ζήτημα παίρνει σάρκα και οστά. Συζητήθηκε η δημιουργία ενός ταμείου αποζημιώσεων ειδικά για τα θύματα των φυτοφαρμάκων και η σχετική πρόταση κατατέθηκε με τη μορφή τροπολογίας στον νόμο για τη γεωργία και τα τρόφιμα, που θεσπίστηκε στις 2 Οκτωβρίου 2018. Με πρότυπο τον μηχανισμό αποζημίωσης των θυμάτων του αμιάντου, μετά τη θέσπισή του, το ταμείο αυτό θα χρηματοδοτείται από ένα ήδη υπάρχον τέλος επί των πωλήσεων των φυτοφαρμάκων σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η δυνατότητα αποζημίωσης θα ισχύει και για άτομα που δεν είχαν εκτεθεί επί μακρόν στα προϊόντα και θα συμπεριλαμβάνει παιδιά των οποίων οι εκ γενετής ανωμαλίες προέρχονται από την έκθεση των γονέων τους. Τέλος, μια ερευνητική επιτροπή, ανεξάρτητη από το MSA, θα έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ έκθεσης στα φυτοφάρμακα και νοσηρότητας, με δικαίωμα να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να άρουν το εμπορικό απόρρητο της σύνθεσης των προϊόντων τους. Κατά τον Φρανσουά, η δημιουργία αυτού του ταμείου θα μπορούσε να αποτελέσει μια «ιστορική» νίκη για τα θύματα.
Όμως, μετά την άρνηση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης να απαγορεύσει τη γλυφοσάτη το περασμένο καλοκαίρι, φαίνεται πως το παιχνίδι δεν έχει κερδηθεί ακόμη. Παρά την ομόφωνη ψήφο της Γερουσίας υπέρ της δημιουργίας του ταμείου στις 2 Ιουλίου 2018, η κυβέρνηση μετέθεσε το σχέδιο για το 2020, με το επιχείρημα ότι η γνώση των επιπτώσεων της χρήσης των προϊόντων δεν επαρκούσε προκειμένου να δικαιολογηθεί η δημιουργία ενός τέτοιου ταμείου. Ωστόσο, το 2013, μια συνοπτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του INSERM7 είχε αποδείξει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ έκθεσης στα φυτοφάρμακα και νευροεκφυλιστικών νόσων, αναπαραγωγικών διαταραχών ή ορισμένων μορφών καρκίνου, όπως είναι ο καρκίνος του προστάτη, οι λευχαιμίες ή τα λεμφώματα, που επηρεάζουν τα όργανα που συμμετέχουν στον σχηματισμό του αίματος (λεμφογάγγλια, σπλήνα, μυελό των οστών). Όσο για τον αριθμό αιτήσεων για αποζημίωση, δεν παύει να αυξάνεται: 26 αιτήσεις το 2007, 113 το 2016, συνολικά 678 αιτήσεις για όλη την εξεταζόμενη περίοδο.
1 Pierre Deprost κ.ά., «La création d’un fonds d’aide aux victimes de produits phytopharmaceutiques», Γενική Επιθεώρηση Οικονομικών, Επιθεώρηση Κοινωνικών Υποθέσεων και Γενικό Συμβούλιο Τροφίμων, Γεωργίας και Αγροτικού Χώρου, Παρίσι, Ιανουάριος 2018.
2 Σύνολο καρκίνων αιμοκυττάρρων, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το λέμφωμα μη-Hodgkins.
3 Βλ. Patrick Herman, «Pratiques criminelles dans l’agroalimentaire», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2017.
4 Αναφέρεται από Pierre Deprost κ.ά., «La création d’un fonds d’aide aux victimes de produits phytopharmaceutiques», ό.π.
5 «A poisonous injection: How industry tries to water down the risk assessment of pesticide mixtures in everyday food», Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δράσης κατά των Φυτοφαρμάκων, Βρυξέλλες, Ιανουάριος 2014.
6 Alain Garrigou κ.ά., «Ergonomics contribution to chemical risks prevention: An ergotoxicological investigation of the effectiveness of coverall against plant pest risk in viticulture», Applied Ergonomics, τόμος 42, αρ. 2, Άμστερνταμ, Ιανουάριος 2011.
7 «Pesticides. Effets sur la santé», συνοπτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του INSERM, Παρίσι, Ιούνιος 2013.
* H Natalie Sauer είναι δημοσιογράφος