Νέοι καιροί, νέες πιέσεις για την ελληνική γεωργία
Μια αρνητική εξέλιξη δημοσιοποιήθηκε τις περασμένες ημέρες και αφορά το επίσημο αίτημα της Βουλγαρίας προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να αναθεωρηθεί το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο και να εξασφαλιστεί πλήρης εξίσωση των ενισχύσεων για όλους τους αγρότες-παραγωγούς των Κρατών-Μελών.
Στην ευρωπαϊκή γλώσσα, η Βουλγαρία αιτείται την πλήρη ‘εξωτερική σύγκλιση’ των ενισχύσεων για τους αγρότες όλων των Κρατών-Μελών της ΕΕ.
Η βασική επιχειρηματολογία από τον υπουργό Γεωργίας Yavor Gechev είναι ότι η αναμενόμενη σύγκλιση καθυστερεί για χρόνια ενώ η Ουκρανική κρίση έχει επηρεάσει πολύ περισσότερο τις χώρες στα ανατολικά της ΕΕ με αποτέλεσμα τις μεγάλες ανισότητες στην κατανομή των ενισχύσεων μεταξύ των Κρατών-Μελών, γεγονός που, όπως σημειώνει, υπονομεύει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Το ιστορικό
Οι αγρότες των χωρών που εντάχθηκαν στην ΕΕ μετά το 2004, ακόμα και μετά από μια σχετική βελτίωση των ενισχύσεών τους, εισπράττουν μικρότερες ενισχύσεις από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τις ενισχύσεις των παλαιότερων μελών.
Η Βουλγαρία μεταξύ 2023 και 2027 θα εισπράξει 4,4 δις € σε άμεσες ενισχύσεις και άλλα 3,6 δις € για τον δεύτερο πυλώνα της αγροτικής ανάπτυξης και των επενδύσεων. Η Βουλγαρία, στο εσωτερικό της δε, χαρακτηρίζεται και από μία μεγάλη ανισοκατανομή, αφού το μεγαλύτερο ποσοστό των άμεσων ενισχύσεων πηγαίνει κυρίως στους μεγάλους καλλιεργητές δημητριακών.
Η Ελλάδα εμφανίζεται με υπερδιπλάσια από την μέση ευρωπαϊκή ενίσχυση ανά εκτάριο (άνω των 500 ευρώ), γεγονός που προκαλεί εντάσεις από πλευράς των Κρατών-Μελών που εντάχθηκαν μετά το 2004, με βασικό επιχείρημα αυτό της άνισης μεταχείρισης.
Αυτό προκύπτει γιατί έχουμε καθυστερήσει να εντάξουμε στις επιλέξιμες εκτάσεις βοσκοτόπων αυτές που κρίθηκαν επιλέξιμες με βάση την αναθεώρηση του ορισμού των βοσκοτόπων σύμφωνα με τον κανονισμό Omnibus του 2017, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό των άμεσων ενισχύσεων να κατανέμεται σε λιγότερες επιλέξιμες εκτάσεις και να προκύπτει το υπερδιπλάσιο ύψος ενισχύσεων.
Καθοριστικό ρόλο στην διαπραγμάτευση έπαιξαν, μεταξύ άλλων, δύο κυρίως στοιχεία. Αφενός το γεγονός ότι αν κανείς εξετάσει την ανά δικαιούχο ενίσχυση η χώρα μας βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ (οριακά πάνω από 3.000 ευρώ) και αφετέρου, αν συγκριθεί το γεωργικό εισόδημα με το μη γεωργικό, τότε πάλι στη χώρα μας αυτό υπολείπεται σημαντικά των άλλων χωρών που διεκδικούν την πλήρη εξωτερική σύγκλιση.
Γιατί μας αφορά;
Στις διαπραγματεύσεις για την νέα ΚΑΠ, γύρω στο 2018, η χώρα μας έδωσε σκληρή μάχη για να αποφύγει την πλήρη ‘εξωτερική σύγκλιση’ και τα κατάφερε με απώλειες μόνο 294 εκατ. για όλη την προγραμματική περίοδο, όταν η πλήρης σύγκλιση θα μας κόστιζε 823 εκατ. ετησίως ή κοντά στα 6 δις για όλη την περίοδο.
Για την περίοδο 2023-2027 η Ελλάδα εξασφάλισε 9,6 δις κοινοτικούς πόρους για τις άμεσες ενισχύσεις και 3,6 δις για τον πυλώνα της αγροτικής ανάπτυξης και των επενδύσεων, εάν δε προσθέσουμε και τα 170 εκατ. των τομεακών προγραμμάτων τότε το συνολικό ποσό ανέρχεται σε 13,2 δις.
Φαίνεται ότι η χώρα μας πρέπει να προετοιμαστεί για ένα νέο γύρο σοβαρών πιέσεων σχετικά με την πλήρη σύγκλιση των ενισχύσεων με τις άλλες χώρες.
Στην παραπάνω συζήτηση, μάλιστα, πρέπει να προστεθεί και μία άλλη παράμετρος. Αυτή των πολιτικών επιλογών της Γερμανίας για την ΚΑΠ της προγραμματικής περιόδου μετά το 2027. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γερμανός υπουργός Γεωργίας Cem Ozdemir, αντλώντας από την έκθεση γερμανικής επιτροπής για το μέλλον της γεωργίας, δήλωσε πρόσφατα ότι η Γερμανία θα προτείνει την κατάργηση των άμεσων ενισχύσεων στις διαπραγματεύσεις της νέας προγραμματικής περιόδου.
Αν προσθέσουμε σε αυτά την μείωση κατά 85 δις, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του πραγματικού τρέχοντος προϋπολογισμού της ΚΑΠ, λόγω των επιβαρύνσεων του ενεργειακού κόστους και των εισροών, αλλά και τις πιέσεις που θα ασκηθούν στην προοπτική ένταξης της Ουκρανίας, τότε τα πράγματα περιπλέκονται επικίνδυνα για την χρηματοδότηση της ελληνικής γεωργίας από την ΚΑΠ.
Με δεδομένη την εξασφάλιση από τις κοινοτικές επιδοτήσεις κοντά στο 50% του εισοδήματος των αγροτικών νοικοκυριών μας, αντιλαμβάνεται κανείς τι επιπτώσεις θα έχει μία πιθανή μείωσή τους για την ίδια την βιωσιμότητά τους.
Έχω σοβαρές αμφιβολίες αν απασχολούν όλα αυτά τις αρμόδιες αρχές και τις πολιτικές ηγεσίες.
Και όμως θα έπρεπε, γιατί άλλοι σχεδιάζουν πολύ πριν από εμάς, για μας.
Του Χαράλαμπου Κασίμη, πρώην ΓΓ ΥΠΑΑΤ