Λύση στην δικαστική περιπέτεια πρώην αγροτών δανειοληπτών ήλθε να δώσει σημαντική απόφαση που εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και η οποία περιορίζει την απαίτηση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ από την Αγροτική Τράπεζα Της Ελλάδος.
Η υπ`αριθμ. 2890/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαιώνει τους πρώην αγρότες στην αντιδικία τους με την τελούσα υπό ειδική εκκαθάριση «Αγροτική Τράπεζα Της Ελλάδος», αναγνωρίζοντας την εσφαλμένη υπαγωγή από την ΑΤΕ στον νόμο περί πανωτοκίων 3259/2004 και αναδιαμορφώνοντας την οφειλή με «ex lege» περιορισμό σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ν. 3259/2004 θεωρώντας πως η οφειλή έχει πλέον εξοφληθεί ολοσχερώς.
Όπως επισημαίνει το Κέντρο Ενημέρωσης Αγροτών που αναδημοσιεύει την είδηση, αποδίδει καρπούς η υπ’ αριθμ. 348/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία άνοιξε το δρόμο σε χιλιάδες αγρότες-δανειολήπτες να ζητήσουν την αναγνώριση της εσφαλμένης υπαγωγής στην ρύθμιση του άρθρου 39 Ν. 3259/2004 και τον περιορισμό της οφειλής τους.
Ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Άγγελος Γιουρέλης, ο οποίος χειρίστηκε τόσο την υπόθεση αυτή, όσο και την απόφαση – σταθμό του Αρείου Πάγου δήλωσε στον ΑγροΤύπο σχετικά: «Η απόφαση αυτή έχει εξαιρετική επιστημονική σημασία καθώς έκρινε, πως για να εξευρεθεί το ποσό που πρέπει να ρυθμιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3259/2004 πρέπει να υπολογισθούν όλα τα δάνεια που διαμόρφωσαν το κατάλοιπο του λογαριασμού ακόμα και αυτά που είχαν εξοφληθεί πριν την ρύθμιση-υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 4 του Ν. 3259/2004, ενώ επίσης οι αγρότες δικαιούνται να ζητήσουν την ανατροπή της σύμβασης και τον περιορισμό της απαίτησής τους, ακόμα κι αν είχαν αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα την οφειλή τους στο παρελθόν σύμφωνα με το άρθρο 174 του Αστικού Κώδικα. Επίσης, έκρινε πως ο σκοπός και το πνεύμα του νόμου 3259/2004 επιβάλλουν ευθεία εφαρμογή ακόμα κι όταν ο δανειολήπτης έχει απωλέσει την ιδιότητα του αγρότη κατά το χρόνο της ρύθμισης».
«Έχουν πληθύνει και αυξάνουν με γεωμετρική-θα έλεγα-πρόοδο οι αποφάσεις που δικαιώνουν αγρότες και κτηνοτρόφους για θέματα που αφορούν οφειλές δανείων τους. Με αφορμή τη νέα αυτή απόφαση, ήθελα να επισημάνω, πως δουλειά της κυβέρνησης είναι να δώσει την δυνατότητα στους ανθρώπους που έχουν τέτοιου είδους πρόβλημα και δεν είναι και λίγοι, με εφαρμογή παλαιότερων ρυθμίσεων, να διαγράψουν τόκους και μέρος του κεφαλαίου, με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. Υπενθυμίζω πως τέτοιες ρυθμίσεις κάναμε επί των ημερών μας στο ΥπΑΑΤ και πριν ένα χρόνο στη βουλή ο μέχρι πρότινος υφυπουργός Χρηματοπιστωτικού Τομέα κ. Γιώργος Ζαβός, τις είχε χαρακτηρίσει, ασφαλώς θετικές», τόνισε από την πλευρά του ο κ. Βασίλης Κόκκαλης, δικηγόρος, πρώην υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και νυν βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ νομού Λάρισας, που έχει χειριστεί πολλές τέτοιου είδους υποθέσεις.
Τι αφορούσε η υπόθεση
Η υπόθεση αφορούσε τέσσερις δανειολήπτες, οι οποίοι ως νόμιμοι κληρονόμοι αναγκάστηκαν, κάτω βέβαια από καθεστώς πίεσης (καταγγελίες των επιμέρους δανειακών συμβάσεων, απειλή έναρξης καταδιωκτικών μέτρων), να αναγνωρίσουν και να αναδεχθούν το ληξιπρόθεσμο ύψος των οφειλών και ταυτόχρονα το άληκτο ύψος των συμβάσεων χωρίς να τους αναγνωριστεί η δυνατότητα εφαρμογής των ευνοϊκών διατάξεων του Ν. 3259/2004 για τους αγρότες καθώς η πτηνοτροφική μονάδα που λειτουργούσαν διέκοψε βίαια τη λειτουργία της, το 1999.
Στη συνέχεια ζήτησαν από το πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί η ακυρότητα της σύμβασης ρύθμισης οφειλών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004. Η αγωγή έγινε δεκτή και αναγνώρισε πως μετά την ορθή εφαρμογή του Ν. 3259/2004 οι ενάγοντες δεν οφείλουν κανένα ποσό στην Αγροτική Τράπεζα Της Ελλάδος. Εκτός αυτού, απέρριψε την ένσταση που υπέβαλε η ΑΤΕ για κήρυξη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω της θέση της σε ειδική εκκαθάριση και τόνισε πως η ιστορική απόφαση του Αρείου Πάγου έδωσε ξεκάθαρα τη δυνατότητα έγερσης αναγνωριστικής αγωγής στα πολιτικά Δικαστήρια.
Ενεργοποιημένες πλήρως οι διαδικασίες για είσπραξη απαιτήσεων το τελευταίο διάστημα
Αξίζει να σημειωθεί πως το τελευταίο διάστημα η ΑΤΕ υπό ειδική εκκαθάριση έχει ενεργοποιήσει πλήρως τις διαδικασίες για την είσπραξη των απαιτήσεων της καταθέτοντας αγωγές, αιτήσεις για έκδοση διαταγών πληρωμής και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών.
Για την προστασία των δανειοληπτών και ειδικά των αγροτών από την υπέρμετρη και επικίνδυνη διόγκωση των υποχρεώσεών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα, εξαιτίας της αδυναμίας να ανταποκριθούν εμπρόθεσμα στις υποχρεώσεις τους, έχουν πράγματι τεθεί από τη νομοθεσία σημαντικοί περιορισμοί μέχρι σήμερα. Στο παρελθόν όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις δέχθηκαν ότι υπάρχει οξύ πρόβλημα με τους ανατοκισμούς των τόκων (πανωτόκια) των δανείων που λαμβάνονται από τα Πιστωτικά Ιδρύματα. Μέχρι σήμερα έχουν ψηφιστεί από το έτος 1998 μέχρι τρεις σχετικές ρυθμίσεις με τις οποίες προσπάθησαν να δώσουν λύση στο σημαντικό αυτό πρόβλημα. Ειδικότερα, ψηφίστηκαν η ρύθμιση α) του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998 β) του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 και τέλος η κυριότερη του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004.
Ο νόμος λοιπόν 3259/2004 με το άρθρο 39 ρύθμισε αυτοτελώς και πλήρως, τόσο τις προϋποθέσεις, όσο και το ύψος του ex lege επιτασσόμενου περιορισμού των οφειλών από τόκους, το οποίο (ύψος) προσδιορίζει μέσου απλού αριθμητικού υπολογισμού, χωρίς να προσαπαιτεί τη μεσολάβηση συμφωνίας των μερών ή δικαστικής αποφάσεως. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οφειλέτες μπορούσαν, περαιτέρω, να συμφωνήσουν «τους όρους και τον τρόπο εξοφλήσεως των οφειλών», που ρυθμίζονται, όχι, επομένως, και την ύπαρξη ή το ύψος τους. Οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν, βεβαίως, σε περίπτωση διαφωνίας, να προσφύγουν στα δικαστήρια, η απαγγελλόμενη, όμως, επί της διαφοράς δικαστική κρίση απλώς αναγνώριζε την αμέσως και αυτοδικαίως επερχόμενη από την εφαρμογή του νόμου έννομη συνέπεια.
Ιδιαίτερο ζήτημα για τα αγροτικά δάνεια ανέκυψε ενόψει του γεγονότος ότι η Αγροτική Τράπεζα που κατ’ εξοχήν προέβαινε σε χορηγήσεις στους αγρότες αντιμετώπιζε πολλά από τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που χορηγούσε ως αναλήψεις στο πλαίσιο ανοικτών λογαριασμών, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνει ως βάση υπολογισμού για το διπλάσιο όχι το σύνολο των κεφαλαίων των βραχυπρόθεσμων δανείων αλλά τη συνολική από αυτά οφειλή, όπως υφίστατο κατά την τελευταία χορήγηση βραχυπρόθεσμου δανείου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενσωμάτωνε παράνομα στο κεφάλαιο βάσης όλους τους προηγηθέντες τόκους και ανατοκισμούς.
Αντίθετα, οι συμβάσεις βραχυπρόθεσμων δανείων λειτουργούσαν διατηρώντας την αυτοτέλειά τους, κάθε σύμβαση εκτελούνταν ξεχωριστά, δίχως να συμμιγνύονται, οι απαιτήσεις και καταβολές. Θα πρέπει, λοιπόν, οι εν λόγω βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις να αντιμετωπίζονται ως τοκοχρεολυτικά δάνεια, γεγονός που σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί, εξαιτίας των καταβολών που είχαν πραγματοποιηθεί στην εξόφληση της απαίτησης της τράπεζας, ή πάντως σε τεράστια μείωση της συνολικής οφειλής γεγονός το οποίο η πρώην Αγροτική Τράπεζα δεν ήθελε να δεχθεί.
Όμως πέραν των παραπάνω ιδιαίτερη αξία προσλαμβάνει η παραπάνω γενικής ισχύος διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, ενόψει της ανακύκλωσης των δανείων ή πιστώσεων από τα ίδια πιστωτικά ιδρύματα. Πράγματι, σε αρκετές περιπτώσεις έχουν χορηγηθεί δάνεια από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, καθ’ υπόδειξη των πιστωτικών ιδρυμάτων, όχι για το σκοπό που αναγράφεται στη σύμβαση, αλλά για τη λογιστική απόσβεση οφειλών από προηγούμενα δάνεια Δηλαδή, το νέο κεφάλαιο αφορά την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών (συνεπώς και των «πανωτοκίων») προηγούμενων δανείων. Στην πραγματικότητα πρόκειται λοιπόν για ρυθμίσεις και ως «τέτοιες» θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Αυτό μπορεί να έχει κατά περίπτωση μεγάλη σημασία καθώς η ανώτατη συνολική οφειλή υπολογίζεται με βάση την αρχική χορήγηση, και όχι το μεταγενέστερο δάνειο. Σε αυτή θα υπολογιστούν επομένως και οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν για την αποπληρωμή του αρχικού δανείου.