Η ασθένεια “walnut blight” είναι μία επιθετική και καταστρεπτική για την καλλιέργεια της καρυδιάς. Μπορεί να προσβάλει και να καταστρέψει μεγάλο μέρος της παραγωγής. Αναφέρονται περιπτώσεις όπου παραπάνω από το 50% της παραγωγής μπορεί να καταστραφεί. Στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1951. Η ασθένεια οφείλεται στο αρνητικό κατά Gram βακτήριο Xanthomonas campestris pv juglandis. Το βακτήριο μολύνει τα άνθη, τους καρπούς, τα φύλλα και τούς βλαστούς.
Σύμφωνα με τους Buchner και συνεργάτες (2014), υπάρχει μεγάλη συσχέτιση του διαχειμάζοντος πληθυσμού του βακτηρίου στους οφθαλμούς εφόσον υπάρχουν για το βακτήριο επιθυμητές καιρικές συνθήκες (υγρασία) με το ποσοστό και την ένταση των συμπτωμάτων την άνοιξη στα άνθη και τους βλαστούς. Στο εξωτερικό έχουν δημιουργηθεί μοντέλα πρόβλεψης της έντασης της ασθένειας τα οποία βασίζονται στον πληθυσμό του βακτηρίου στους οφθαλμούς τον χειμώνα και τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν (XanthoCast™). Στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει αυτό το πρόγραμμα μπορεί να εκτιμηθεί το επιδημιολογικό φορτίο τις επόμενης χρονιάς με την καταμέτρηση των προσβεβλημένων καρπών τον μήνα Ιούνιο, έτσι σύμφωνα με και τις οδηγίες του πανεπιστημίου Davis της Καλιφόρνια, αν σε 10 δένδρα εντοπίσουμε λιγότερους από 50 καρπούς τότε το ρίσκο είναι χαμηλό, από 50-150 καρπούς είναι υψηλό και από 150 καρπούς και πάνω είναι πολύ υψηλό.
Τρείς είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να εκδηλωθεί μία ασθένεια (1) η παρουσία του παθογόνου, (2) ευαίσθητος ξενιστής και (3) κατάλληλες καιρικές συνθήκες. Το παραπάνω είναι γνωστό στη φυτιατρική ως τρίγωνο της ασθένειας. Η μείωση τη επίδρασης του κάθε μέρους του τριγώνου στοχεύει στην διαχείριση της ασθένειας. Στην Ελλάδα είναι περιορισμένες οι δυνατότητες για την αναζήτηση πιο ανθεκτικού ξενιστή καθώς οι παραγωγοί και οι αγορά φυτεύουν την ποικιλία Chandler σε συντριπτικό ποσοστό. Επί προσθέτως είναι αδύνατο να ελέγξουμε τις καιρικές συνθήκες, ωστόσο μπορούμε να τις προβλέψουμε και έτσι να προγραμματίσουμε τους ψεκασμούς που σκοπό έχουν την μείωση του πληθυσμού του παθογόνου.
Δεν είναι ακόμη σαφές γιατί η ασθένεια σε κάποιες περιπτώσεις είναι μονοκυκλική ενώ σε κάποιες άλλες πολυκυκλική. Είναι πιθανό οι καιρικές συνθήκες να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της ασθένειας. Στις έρευνες του Buchner η ασθένεια στην ποικιλία Chadler είναι συνήθως μονοκυκλική. Δηλαδή, οι μολύνσεις τις άνοιξης είναι και οι μοναδικές. Ωστόσο κάτι τέτοιο ίσως να μην είναι απόλυτο.
Εικόνα 2. Καρπός καρυδιάς έπειτα από προσβολή στο στίγμα του ανθού.
Όπως προαναφέραμε η ασθένεια προσβάλει, τα άνθη, τους καρπούς, του βλαστούς και τα φύλλα. Το παθογόνο διαχειμάζει επάνω σε προσβεβλημένα καρύδια που παραμένουν επάνω στο δένδρο, σε υγιής και προσβεβλημένους οφθαλμούς καθώς και σε προσβεβλημένους βλαστούς. Οι μολύνσεις γίνονται κυρίως την άνοιξη όταν επικρατούν οι επιθυμητές θερμοκρασίες, υγρασία και βροχές. Τα άτομα του βακτηρίου αναμένουν τις ανοιξιάτικες βροχοπτώσεις για να διασπαρθούν επάνω στις φρέσκιες φυτικές επιφάνειες. Οι προσβεβλημένοι οφθαλμοί είναι πιθανό να μην βλαστήσουν. Τα άνθη που θα εκπτυχθούν είναι από τους υγιής οφθαλμούς και μολύνονται στην πορεία (6, 8, 9, 10). Στους καρπούς παρατηρείται αρχικά μεταχρωματισμός του στίγματος του ανθούς το οποίο είναι δισχιδές και παραμένει στην κορυφή του καρπού (end blight). Αργότερα, εντοπίζονται νεκρωτικές κηλίδες και στα πλάγια τμήματα του πράσινου εξωκαρπίου (side blight). Όταν η προσβολή ξεκινάει από το στίγμα τότε εισέρχεται στο εσωτερικό του καρπού, η ψύχα του οποίου μαυρίζει, και συχνά ο καρπός πέφτει στον έδαφος στην αρχή του καλοκαιριού (Εικόνες 1,2). Τις χρονιές που επικρατούν έντονες βροχοπτώσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα το βακτήριο προσβάλει τους φρέσκους βλαστούς όπου εντοπίζονται σκουρόχρωμα και βυθιζόμενα έλκη, ταυτόχρονα εμφανίζονται και ασύμμετρες νεκρωτικές κηλίδες στα φύλλα, παρόμοιες με τις ανθράκωσης αλλά μικρότερες σε μέγεθος.
Εικόνα 3. Φύλλα προσβεβλημένα από το βακτήριο.
Εξολοκλήρου θεραπεία της ασθένειας είναι αδύνατη. Η ασθένεια υπάρχει και θα υπάρχει πάντα στα αγροκτήματα της χώρας μας. Το ποσόν της ασθένειας θα διαφέρει από χρονιά σε χρονιά ανάλογα με τους ψεκασμούς, του χειρισμούς του παραγωγή (αφαίρεση και κάψιμο μολυσμάτων) και τις καιρικές συνθήκες. Αν και στην Αμερική έχουν εγκριθεί και σκεύασμα του αντιβιοτικού (Kasumin) στην Ευρώπη η μόνη εγκεκριμένη μέχρι στιγμή εφαρμογή είναι αυτή των οξειδίων του χαλκού. Η χρήση των οξειδίων του χαλκού χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για την πρόληψη ασθενειών που οφείλονται σε μύκητες και βακτήρια. Η συνδυαστική χρήση οξειδίων του χαλκού μαζί με το mancozeb έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα ωστόσο το τελευταίο αποσύρεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (1,3). Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχει μειώσει τα όρια χρήσης των σκευασμάτων χαλκού.
‘Όλα τα παραπάνω συνάδουν στην χρησιμότητα που έχει η γνώση του κύκλου της ασθένειας και ο σωστός υπολογισμούς του φορτίου του παθογόνου έτσι ώστε σε συνδυασμό με την πρόβλεψη των καιρικών συνθηκών να αυξηθεί η επιτυχία των ψεκασμών. Η μείωση του πληθυσμού του βακτηρίου επάνω στους οφθαλμούς το χειμώνα είναι απαραίτητη για την μείωση των μολυσμάτων την άνοιξη. Παρά ταύτα, όταν την άνοιξη επικρατούν έντονες βροχοπτώσεις και υγρασία τότε οι ψεκασμοί αποτυγχάνουν να μειώσουν την ασθένεια (2,4,5).
Συμπεραίνουμε ότι οι καιρικές συνθήκες την άνοιξη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον βαθμό έκφρασης των συμπτωμάτων της ασθένειας στον αγρό. Οι εφαρμογές πρέπει να βασίζονται σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάσχεσης της ασθένειας. Οι χειμερινές εφαρμογές με οξείδια του χαλκού (υδροξείδιο, οξυχλωριούχος χαλκός, οξείδιο του χαλκού, βορδιγάλειος πολτός) είναι απαραίτητες. Σημαντικότερες όμως είναι αυτές πλησίον της άνοιξης καθώς μειώνουν τον πληθυσμό του βακτηρίου επάνω στους οφθαλμούς που θα βλαστήσουν. Ομοιοτρόπως πριν και μετά την άνθιση. Πλέον κυκλοφορούν και μείγματα χαλκών που έχουν καλύτερη αποτελεσματικότητα.
Η αφαίρεση όλων των μολυσμένων καρπών και βλαστών είναι απαραίτητη στο κλάδεμα. Τα τμήματα αυτά πρέπει να καίγονται. Κάθε χρόνο τον Ιούνιο πρέπει να μετράμε τους προσβεβλημένους καρπούς 10 δένδρων έτσι ώστε να γνωρίζουμε τι μολύσματα θα έχουμε τον ερχόμενο χειμώνα. Προτείνεται η εφαρμογή ιοντικών ή πρωτεϊνικών χαλκών το καλοκαίρι. Ενθαρυντικά αποτελέσματα έχουν δώσει τα σκευάσματα Magna blue, Disper cu max και Theocopper.
Σε κάθε περίπτωση το βακτήριο θα παίζει πλέον σημαντικό ρόλο στην παραγωγικότητα της κάθε χρονιάς γι’ αυτό το λόγο οι παραγωγοί θα πρέπει πάντα να κάνουν όλα εκείνα που απαιτούνται για να ξεκινάει η νέα βλάστηση με το λιγότερο δυνατό βακτηριολογικό φορτίο και ταυτόχρονα να ελπίζουν σε λιγότερες βροχές στην ανθοφορία καθώς μετά είναι σχεδόν αδύνατη η αντιμετώπιση.
Βιβλιογραφία:1. Adaskaveg, J.E., Förster, H., Thompson, D., Felts, D., Cary, D., Nguyen, K., Connell, J. and Buchner, R. 2012. Epidemiology and Management of Walnut Blight. Walnut Research Reports, California Walnut Board, p.309-328.2. Adaskaveg, J.E., Förster, H., Thompson, D., Felts, D., Cary, D., Connell, J. and Buchner, R. 2011. Epidemiology and Management of Walnut Blight. Walnut Research Reports, California Walnut Marketing Board, p.265-278.3. Buchner, R.P., Gilles, C., Olson, W.H., Adaskaveg, J.E., Lindow, S.E. and Koutsoukis, R. 2010. Spray timing and materials for walnut blight (Xanthomonas campestris pv. juglandis, Xanthomonas arboricola pv. juglandis) control in northern California USA. Acta Hort. 861:457-464.4. Jenkins, T.A., Marsh, C., Lang, M.D., Vanestre, J., Walter, M. and Obanor, F. 2010. Walnut blight sustainable management research in New Zealand. Acta Hort. 861:479- 488.5. Lang, M.D. and Evans, K.J. 2010. Epidemiology and status of walnut blight in Australia. J. Plant Path. 92:S1.49-S1.55.6. Miller, P. W. and W. B. Bollen. 1946. Oregon Agric. Exp. Stn. Tech. Bull. 9. 107 pp.7. Mulrean, E. N. and M. N. Schroth. 1981. Phytopathology 71: 336-339.8. Mulrean, E. N. and M. N. Schroth. 1982. Phytopathology 72: 434-438.9. Ogawa, J. M. and H. English. 1991. Diseases of Temperate Zone Tree Fruit and Nut Crops. University of California, Division of Agriculture and Natural Resources, Oakland, CA. Publ. No. 3345. 461 pp.10. Teviotdale, B. L., M. N. Schroth, and E. N. Mulrean. 1985. In: Walnut Orchard Management. Ed. By D. E. Ramos, Univ. of Calif. Coop. Ext. Publ. 21410.