Σε σημαντικές αλλαγές στο τρόπο λειτουργίας των αγορών ηλεκτρισμού προχωρά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη σκιά της ενεργειακής κρίσης η οποία ανέδειξε τα προβλήματα του υφιστάμενου μοντέλου, με τη σημαντική αύξηση των τιμών του ρεύματος, ως αποτέλεσμα της εκτίναξης των τιμών του φυσικού αερίου. Οι αποφάσεις αναμένεται να οριστικοποιηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα ενώ το θέμα αναμένεται να τεθεί στο επικείμενο συμβούλιο υπουργών ενέργειας της Ε.Ε. στις 28 Μαρτίου. Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, η Επιτροπή προσανατολίζεται στην αλλαγή της δομής της αγοράς ηλεκτρισμού με κύριο στόχο την αποσύνδεση των τιμών του ρεύματος από τις τιμές του αερίου, ώστε οι καταναλωτές να απολαμβάνουν τα οφέλη από τις χαμηλότερες τιμές τεχνολογιών όπως οι ΑΠΕ και η πυρηνική ενέργεια.

Στρέβλωση
Καθώς οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη εξακολουθούν να κινούνται σε υψηλά επίπεδα, η Ε.Ε. θεωρεί ότι ο τρέχων σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξυπηρετεί απόλυτα τις ανάγκες της αγοράς και δεν εξασφαλίζει ανταγωνιστικές τιμές για τους καταναλωτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηλεκτροπαραγωγή με χρήση φυσικού αερίου στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 20% του συνόλου, ενώ σε κάποια κράτη-μέλη ξεπερνάει το 40%. Ωστόσο το φυσικό αέριο αποτελεί το βασικό καύσιμο που διαμορφώνει την οριακή τιμή.

Έτσι, σε πάνω από τα 2/3 των περιπτώσεων η τιμή εκκαθάρισης της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αντανακλά το κόστος φυσικού αερίου, παρά τις πολύ χαμηλές τιμές των άλλων πηγών στο μείγμα (π.χ. ΑΠΕ). Για παράδειγμα, για μια τιμή φυσικού αερίου στα 100 ευρώ/MWh και με τιμή δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στα 90 ευρώ/τόνος, η τιμή χονδρικής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώνεται περίπου στα 220 ευρώ/MWh. Ωστόσο, το πραγματικό συνολικό μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας είναι σημαντικά χαμηλότερο. Τα πυρηνικά, οι ΑΠΕ και τα υδροηλεκτρικά, που παράγουν σχεδόν τα 2/3 της συνολικής ισχύος στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν συνολικό σταθμισμένο κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κεφαλαίου, κάτω από τα 100 ευρώ/MWh. Οποιοδήποτε έσοδο πάνω από το συνολικό κόστος συνιστά επιπλέον κέρδος, το οποίο δεν θα είχε καταβληθεί σε μια αγορά που λειτουργεί αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια, το συνολικό μέσο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι συστηματικά περίπου 50%-60% μικρότερο από το οριακό κόστος. Ωστόσο, το τελευταίο είναι που οδηγεί τις τιμές εκκαθάρισης της αγοράς και καθορίζει τις τιμές λιανικής που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

Επομένως, η αμοιβή όλων των ενεργειακών πόρων, με βάση τις τιμές του φυσικού αερίου, συνεπάγεται ένα περιττό πρόσθετο κόστος για τους καταναλωτές και μια αναποτελεσματική αγορά. Ο τρέχων σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτυγχάνει να ενσωματώσει τις εξελίξεις στον τομέα των ΑΠΕ, διότι, σε αντίθεση με τη μακροχρόνια φθηνότερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση το φυσικό αέριο, από εδώ και στο εξής η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ θα είναι πολύ φθηνότερη.

Όπως δήλωσε ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, “ο υφιστάμενος σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας –με βάση το merit order– δεν αποδίδει πια δικαιοσύνη στους καταναλωτές. Θα πρέπει να καρπωθούν τα οφέλη των ΑΠΕ χαμηλού κόστους”. Ως εκ τούτου προκύπτει η ανάγκη για μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.

Featured Image

Μεταρρύθμιση
Πιο συγκεκριμένα η Ε.Ε. προχωρά στη σχεδίαση μιας βαθιάς και συνολικής μεταρρύθμισης της υπάρχουσας αγοράς ενέργειας προκειμένου να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση που επιδεινώθηκε περαιτέρω μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τα μέτρα περιλαμβάνουν ανώτατο όριο στα κέρδη των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας που θα εξοικονομούσαν 140 δισ. ευρώ και θα αποφέρουν χαμηλότερες τιμές στους καταναλωτές.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί από τον περασμένο Ιούλιο τρεις μεγάλες παρεμβάσεις στην αγορά:

  • Στη χονδρεμπορική αγορά έχει εισαχθεί από τον Ιούλιο του 2022 ένα ανώτατο όριο τιμής ανά τεχνολογία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Στη λιανική αγορά, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεούνται από τον Αύγουστο του 2022 να προσφέρουν σταθερά μηνιαία τιμολόγια για πελάτες και να τα δημοσιεύουν στις 20 του προηγούμενου μήνα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μέτρου αυτού, οι πελάτες μπορούν να αλλάξουν προμηθευτή χωρίς κάποια ποινή λόγω πρόωρης αποχώρησης
  • Από την 1η Νοεμβρίου του 2022, έχει επιβληθεί μια πρόσθετη εισφορά της τάξεως των 10 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις ποσότητες φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η εισφορά καταργήθηκε πρόσφατα.

Ενόψει της νομοθετικής πρότασης, η μεταρρύθμιση που τέθηκε σε διαβούλευση από την Κομισιόν, θα πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία και παρεμβάσεις όπως η αποσύνδεση των τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, η ενίσχυση των επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση, η στήριξη και διευκόλυνση της σύναψης μακροπρόθεσμων συμβολαίων όπως τα PPAs και τα CfDs. Ένα τέτοιο μοντέλο αγοράς θεωρείται απαραίτητο για τη σταθερότητα των τιμών καταναλωτή και τον μετριασμό των επιπτώσεων από τις απότομες και μεγάλες αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου.

Τέλος οι θεμελιώδεις οικονομικές αρχές που διέπουν την αναθεώρηση των αρχών σχεδιασμού της αγοράς, σύμφωνα με την πρόταση της Ε.Ε. είναι δύο:

  1. Η αμοιβή που βασίζεται σε συμβάσεις επί διαφορών (CfD), όπως με PPA, με τιμές που αντικατοπτρίζουν το συνολικό σταθμισμένο κόστος, είναι το κατάλληλο χρηματοδοτικό εργαλείο για την ενεργοποίηση των επενδύσεων σε πυρηνική ενέργεια, ΑΠΕ και υδροηλεκτρική ενέργεια, όπως και την παροχή στους καταναλωτές των ωφελειών χαμηλού κόστους.
  2. Η αμοιβή που αντικατοπτρίζει τη σπανιότητα και το οριακό κόστος, είναι κατάλληλη για πόρους που χρησιμοποιούνται κατ’ απαίτηση για την εξισορρόπηση του συστήματος, την παροχή επικουρικών υπηρεσιών και τη συμπλήρωση των ενδεχόμενων μη διαθέσιμων ΑΠΕ.

Πηγή: capital.gr