Για τα προβλήματα και τις προοπτικές της επιτραπέζιας ελιάς μίλησε στο Αθηναϊκό –Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Επιτραπέζιας Ελιάς Κώστας Ζούκας.

Ο κ. Ζούκας επισήμανε τα προβλήματα που προέρχονται στην κλιματική αλλαγή και επηρεάζουν την καλλιέργεια και από την έλλειψη εργατικών χεριών που προέκυψε μετά τα περιοριστικά μέτρα για τον covid και στην χώρα μας δεν έχει ακόμα αντιμετωπιστεί. Επίσης αναλύει την παραγωγή της φετινής χρονιάς και πως θα μπορέσει να διατεθεί μεσοπρόθεσμα δεδομένου ότι είναι μεγαλύτερη από την ζήτηση…

Σε τι ποσότητες αναμένεται να φτάσουν το περασμένο έτος (2022) οι εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών; Θα υπάρχει αύξηση της συνολικής αξίας των εξαγωγών;

Σύμφωνα με τα προσωρινά διαχειριστικά στοιχεία της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Επιτραπέζιας Ελιάς (ΔΟΕΠΕΛ) και για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο 2022, οι εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών της χώρας φθάνουν σε αξία τα €565. εκ. και τους 193.000 τον. σε ποσότητες, με το αντίστοιχο διάστημα του 2021 οι ελληνικές εξαγωγές να βρίσκονται στα €456 εκ. και τους 217.000 τον. Προβλέπεται ότι το 2022 η αξία των εξαγωγών θα ξεπεράσει τα €600 εκ., όταν το 2021 η αντίστοιχη αξία ήταν €565 εκ.

Οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές είναι από τα πρώτα εξαγωγικά αγροτικά προϊόντα της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προϊόν έχει σχεδόν αποκλειστικά εξαγωγικό προσανατολισμό -εξάγεται σχεδόν το 90% της ετήσιας εγχώριας παραγωγής- με τις πρώτες εξαγωγές του (200 τόνοι) να καταγράφονται το 1858.

Οι εξαγωγές του προϊόντος αποτελούν το 9,2% του συνόλου των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων της χώρας με την αξία του να έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, γεγονός που αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική επίδοση και υπογραμμίζει την εξαγωγική του δυναμική, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 2η θέση στην παγκόσμια κατάταξη στις εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών.

Πώς προβλέπεται ότι θα είναι η νέα καλλιεργητική χρονιά στις επιτραπέζιες ελιές;

Η τρέχουσα ελαιοκομική περίοδος 2022/23 χαρακτηρίζεται από το μεγάλο μέγεθος της πρωτογενούς παραγωγής σε όλες τις επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς και στο σύνολο των ελαιοπαραγωγικών περιοχών της χώρας. Πρόκειται για συνθήκες υπερεσοδείας που μας φέρνει αντιμέτωπους με την πρόκληση να διαχειριστούμε την μεγαλύτερη διαχρονικά σε μέγεθος εγχώρια παραγωγή.

Από τις πιο εμπορεύσιμες ποικιλίες, “Χαλκιδική” και “Καλαμάτα”, παρουσιάζουν όγκο παραγωγής υπερδιπλάσιο της αντίστοιχης περσινής εσοδείας και υπό τις συνθήκες αυτές στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης έχουμε σαφώς αυξημένο το σκέλος της προσφοράς.

Από την άλλη πλευρά η ζήτηση του προϊόντος δεν προβλέπεται να διαφοροποιηθεί σημαντικά, καθώς θα δημιουργηθούν μεν ευνοϊκές συνθήκες από την μειωμένη παραγωγή άλλων ελαιοπαραγωγικών χωρών, όπως η Ισπανία, η ενεργειακή κρίση όμως θα επηρεάσει αρνητικά την ζήτηση για το προϊόν. Οι μεγαλύτερες ανάγκες για την δαπάνη της ενέργειας περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, που σε συνδυασμό με τα αυξημένα μεγέθη πληθωρισμού και ύφεσης που παρατηρούνται σε παγκόσμια κλίμακα, τα νοικοκυριά θα οδηγηθούν στον περιορισμό των δαπανών για την κατανάλωση προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης και της επιτραπέζιας ελιάς.

Ως αποτέλεσμα των δύο αντίρροπων συνθηκών στα σκέλη της προσφοράς και ζήτησης, αναμένεται η μέση τιμή στην εξαγωγή να μειωθεί σημαντικά, με ανάλογη μείωση και στην τιμή αγοράς του πρωτογενούς προϊόντος από τον ελαιοπαραγωγό.

Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ανάχωμα στην μείωση των τιμών αν προχωρούσαμε τόσο σε επίπεδο πρωτογενή τομέα (ελαιοπαραγωγοί), όσο και σε επίπεδο δευτερογενή τομέα (μεταποίηση) σε μία ευρεία διαδικασία αποθεματοποίησης του προϊόντος περιορίζοντας την ροή της προσφοράς στην τρέχουσα περίοδο. Θα ήταν σκόπιμο λοιπόν να διαχειριστούμε εμπορικά τον πρωτοφανή μεγάλο όγκο παραγωγής όχι στα στενά χρονικά περιθώρια του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, αλλά μετακυλώντας μέρος των πωλήσεων και για το επόμενο έτος διενεργώντας έτσι ένα είδος πολιτικής αποθεμάτων σε όφελος των τιμών του προϊόντος. Αυτή είναι και η πρόταση της ΠΕΜΕΤΕ για την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο η οποία θα οδηγήσει στην στήριξη τόσο των τιμών στην εξαγωγή, όσο και του αγροτικού εισοδήματος.

Σε ποιες αγορές του εξωτερικού κατευθύνεται ο κύριος όγκος των εξαγωγών;

Οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές εξάγονται στο μεγαλύτερο ποσοστό στις τρίτες χώρες (55%+), με την Ε.Ε. να απορροφά ποσοστό περίπου 40-45% του όγκου των ελληνικών εξαγωγών. Ενδεικτικά για το έτος 2022 σε επίπεδο χωρών, μακράν η 1η χώρα εξαγωγής σε ποσότητες είναι οι ΗΠΑ (€173 εκ. αξία εξαγωγών), ενώ ακολουθούν στην πρώτη δεκάδα η Γερμανία (€60 εκ.) , η Ιταλία (€42 εκ.), το Ην. Βασίλειο (€31 εκ.), η Αυστραλία, η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Πολωνία.

Με την κλιματική αλλαγή να γίνεται ολοένα εμφανέστερη, έχουν υπάρξει προβλήματα στον ελληνικό ελαιώνα; Τι ενέργειες έχουν γίνει για την πρόληψη αυτών των παρενεργειών;

Η κλιματική αλλαγή απασχολεί όλο και περισσότερο την παγκόσμια επιστημονική και κοινή γνώμη. Σημαντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αποτελούν η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και ακραία καιρικά φαινόμενα όπως παρατεταμένη ξηρασία, καύσωνες, πλημμύρες, κ.α.

Οι αρνητικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν και τον αγροτικό τομέα και φυσικά και την ελαιοκαλλιέργεια, από τις σημαντικότερες όπως προαναφέρθηκε καλλιέργειες στην Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι η ελαιοκαλλιέργεια στην χώρα μας αποτελεί το 20% της καλλιεργήσιμης έκτασης.

Featured Image

Παρά το γεγονός ότι το ελαιόδενδρο είναι αρκετά ανθεκτικό στα μεσογειακά κλίματα, υπάρχουν ανησυχίες για τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στην ανθοφορία και αποδοτικότητά του και κατά συνέπια στην παραγωγή ελαιόκαρπου.

Οι περισσότερες έρευνες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι επιδράσεις στην ελαιοκαλλιέργεια θα είναι αρνητικές, κυρίως εξαιτίας των μεγάλων περιόδων ξηρασίας, αυξάνοντας την ακαρπία των ελαιόδενδρων. Εκτιμούμε ότι η διαθέσιμη και ολοένα εξελισσόμενη τεχνογνωσία, θα αποτελέσει σύμμαχο στην κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση και πρόληψη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ώστε η ελαιοκαλλιέργεια και γενικότερα η γεωργία να ακμάσουν ακόμα μία φορά κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.

Αξίζει να τονισθεί ότι αποτελέσματα μελετών αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ ελαιοκαλλιέργειας και κλιματικής ισορροπίας. Η εφαρμογή κατάλληλων καλλιεργητικών τεχνικών στην ελαιοκομία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική απορρόφηση CO2 με ενσωμάτωση του στο έδαφος, γεγονός που συμβάλλει στην μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής.

Ένα ακόμη πρόβλημα των τελευταίων ετών είναι αυτό της έλλειψης των εργατών γης. Τι προβλήματα δημιουργήθηκαν στη συγκομιδή του καρπού;

Το πρόβλημα της έλλειψης των εργατών γης ξεκίνησε το 2020 με την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19 και το απρόσμενο κλείσιμο των συνόρων των χωρών, ώστε να αντιμετωπισθεί η εξάπλωση της. Άμεσα εμφανίσθηκαν τα προβλήματα με τις μετακλήσεις εργατών γης, με την Εθνική ΔΟΕΠΕΛ και άλλους θεσμικούς φορείς αγροτικών προϊόντων να αναλαμβάνουν πρωτοβουλία επίλυσης τους. Η χώρα μας, όπως αποδεικνύεται, έχει ακόμη και σήμερα τα πιο αργά αντανακλαστικά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που το αντιμετώπισαν γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα. Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Γερμανία, η Ιταλία έχουν άρει όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια, προσελκύοντας Αλβανούς και Πακιστανούς εργάτες γης που φεύγουν από την χώρα μας, με την Ελλάδα να μην δείχνει την παραμικρή πρόθεση να αντιμετωπίσει την έλλειψή τους που απειλεί να αφήσει στα κτήματα μεγάλο μέρος της συγκομιδής των αγροτικών προϊόντων.

Έχει επισημανθεί στα αρμόδια υπουργεία η μη λειτουργικότητα της υφιστάμενης διαδικασίας (γραφειοκρατία, παράβολα, έξοδα, κ.α.) και η άμεση ανάγκη αλλαγής αρχικά του τρόπου υπολογισμού αντιστοίχισης εργατών γης και καλλιεργήσιμων εκτάσεων, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα έλλειψης χεριών για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Οι διαμαρτυρίες από το σύνολο σχεδόν των αγροτικών προϊόντων από όλη τη χώρα, έρχονται αντιμέτωπες με μια δυσκίνητη δημόσια διοίκηση που είναι αδύνατον να αντιληφθεί ότι βάζει σε μεγάλο κίνδυνο το μέλλον του αγροτικού τομέα και των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων της χώρας.

Σύμφωνα με στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν πριν λίγους μήνες, η πορεία των εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών έχουν «εκτοξευθεί»; Ποιες ενέργειες γίνονται προκειμένου να συνεχιστεί αυτή η ανοδική πορεία;

Το προϊόν παρουσιάζει σημαντική εξαγωγική δυναμική, με τις εξαγωγές του να παρουσιάσουν ετησίως αυξητική πορεία. Όπως προαναφέρθηκε, η αξία των εξαγωγών για το 2022 θα υπερβεί τα €600 εκ. γεγονός που αποτελεί ρεκόρ για την επιτραπέζια ελιά.

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το μεγάλο μέρος της αύξησης των εξαγωγών αφορά στην αύξηση του αγροτικού εισοδήματος, καθώς τόσο στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, όσο και στο πρώτο εξάμηνο του 2022 καταγράφηκαν μεγάλες αυξήσεις στις τιμές πώλησης από το ελαιοπαραγωγό που έφθασαν έως και 100% για όλες τις βασικές ποικιλίες (Χαλκιδική, Καλαμάτα, Αμφίσσης). Αντιθέτως, η κερδοφορία των εξαγωγικών επιχειρήσεων μειώθηκε στο βαθμό που οι Έλληνες εξαγωγείς απορρόφησαν ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων του κόστους που προήλθε από την ενεργειακή κρίση (μεταφορικά, υλικά συσκευασίας, κόστος ενέργειας κ.α.), στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν την θέση των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών στα ράφια του εξωτερικού.

Σε ότι αφορά στην προοπτική των εξαγωγών στο εγγύς και απώτερο μέλλον, αξίζει να σημειωθεί ότι η ΠΕΜΕΤΕ αποτελεί τον βασικό άξονα στην εξαγωγική διαδικασία της επιτραπέζιας ελιάς. Τα μέλη της εκπροσωπούν πλέον το 95% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών. Αντιμετωπίζουμε τις τρέχουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες με σύμμαχο την ποιοτική υπεροχή του ελληνικού προϊόντος που σαφώς δίνει πλεονέκτημα στις ελληνικές εξαγωγές και στον ανταγωνισμό από άλλες τρίτες ελαιοπαραγωγικές χώρες.

Πρέπει να επιμείνουμε στην παραγωγή ποιοτικού προϊόντος και με φροντίδα και προσήλωση να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος στον πρωτογενή τομέα. Ταυτόχρονα σε επίπεδο μεταποίησης οφείλουμε να φροντίσουμε να ανανεώνουμε τις μορφές του τελικού προϊόντος με νέες συνταγές και συσκευασίες, στοχεύοντας σε νέες αγορές και κάνοντας παράλληλα προσπάθεια μέσω νέων επενδύσεων ώστε να μειώσουμε το κόστος.

Αυτή είναι άλλωστε η στρατηγική που ακολούθησε ο εξαγωγικός κλάδος της επιτραπέζιας ελιάς και κατάφερε τις τελευταίες δεκαετίες να εντάξει τις ελληνικές ελιές σε όλες τις μεγάλες εφοδιαστικές αλυσίδες του εξωτερικού. Να μην ξεχνάμε ότι μέχρι το πρόσφατο παρελθόν οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές προορίζονταν αποκλειστικά προς τα λεγόμενα ethnicmarkets στις χώρες του εξωτερικού. Με την διορατικότητά όμως, την τόλμη, τις νέες επενδύσεις και τις σύγχρονες πολιτικές marketing που εφάρμοσαν οι Έλληνες εξαγωγείς, κατάφεραν να διεισδύσουν στις σύγχρονες και απαιτητικές αλυσίδες των αναπτυγμένων χωρών.

Με διορατικότητα επένδυσαν σε προγράμματα προώθησης και ενημέρωσης που υλοποίησε με επιτυχία η ΠΕΜΕΤΕ την τελευταία 20ετία. Μέσω ρεαλιστικών στόχων και σύγχρονων δράσεων, τα προγράμματα στήριξαν τις εξαγωγικές προσπάθειες των ελληνικών επιχειρήσεων, ώστε να δημιουργηθεί ένα αναγνωρίσιμο ελληνικό brandname για τις δημοφιλείς ανά τον κόσμο επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς της χώρας (Αμφίσσης, Καλαμάτα, Χαλκιδική).

Ωστόσο στο πλαίσιο της σωστής αξιοποίησης και προβολής του προϊόντος η φιλοσοφία της δεν είναι μονοδιάστατη αλλά συλλογική. Η ΠΕΜΕΤΕ επιδιώκει ομόρροπη και παράλληλη ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα γιατί μόνο μέσα από αυτή την διαδικασία θα εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα και η απαιτούμενη ποιότητα του πρωτογενούς προϊόντος, που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κλάδου. Μέσα από αυτή την συλλογική συνεργασία του πρωτογενή και δευτερογενή/τριτογενή τομέα, οι δράσεις της ΠΕΜΕΤΕ και οι επιχειρηματικές προσπάθειες των μελών της πέτυχαν τα τελευταία 10 χρόνια τον υπερδιπλασιασμό της αξίας των εξαγωγών της επιτραπέζιας ελιάς.

Με την ίδια ενέργεια και αποτελεσματικότητα θα συνεχίσουμε την επιτυχημένη πορεία προώθησης των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών, όντες πάντα ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές μας, παράγοντας υπεραξία και οφέλη που θα κατανέμονται σε όλους τους τομείς και φορείς του κλάδου, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της απασχόλησης και στην αύξηση του αγροτικού και εθνικού εισοδήματος.  

Θ. Παπακώστας – ΑΠΕ-ΜΠΕ